Further tags

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μεθυσμένος.

- Ήρθε μέσα στο μαγαζί ο Νίκος και ήταν τελείως γκολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίδια σημασία με τον καμένο. Ο κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.

-Εγώ πλέον δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Κώστα. Αφού είναι καΐλας, άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Δεν του 'χει μείνει κύτταρο για κύτταρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.

Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;

Δες και κάρβουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει αλκοόλ σε υπερβολικό βαθμό, η μπεκροκανάτα.

- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Γιώργος έπαθε κίρρωση!
- Γιατί, σε ξαφνιάζει; Μια ζωή κανάτα ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε αυτόν που το βράδυ καταναλώνει τεράστια ποσότητα αλκοόλ και το επόμενο πρωί ξυπνάει χάλια.

- Βγήκες τελικά χθες;
- Βγήκα τελικά ο μαλάκας και έγινα πίτα! Σου μιλάω ξύπνησα κεφάλι-βεράντα.

(από maro.manitaro, 11/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο μάγκικη απόδοση του λήμματος κλάνω μέντες χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψουμε κατάσταση που επέρχεται μετά από κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών.

- Που ήσασταν εχθές ρε μαλάκες και σας περίμενα;
- Άσε πήγαμε για μπύρες και γίναμε κλασμεντέν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified