Να προσθέσω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό ότι η χαριτωμενιά είναι επίσης ένα νάζι το οποίο κάνουμε όταν θέλουμε να καλοπιάσουμε τον άλλον επειδή κάναμε κάποια μαλακιούλα. Χαριτωμενιά μπορεί να κάνει μια γκόμενα, ένα παιδί, ένα κατοικίδιο, όσο για τους άντρες μάλλον θα την κάνουν κατ' ιδίαν και ποτέ δημοσίως, με αποδέκτη την γκόμενά τους, συνήθως. Απαραίτητη προϋπόθεση: τα πάμε ιδιαιτέρως καλά με τον αποδέκτη της χαριτωμενιάς μας, έχουμε τρυφερή σχέση μαζί του/της.

- Τίιιιι μου κουνιέσαι;
- Έλα μωρέ Τασούλη μου, εγώ που σ' αγαπάω...
- Ναι, καλά, κατάλαβα, άσε τις χαριτωμενιές και πες μου τι μαλακία έκανες να δούμε πώς θα τα μπαλώσουμε...

Χαριτοδιπλωμενιά στα 80s (από Galadriel, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.

Γλωσσολογία του φραπέ

Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».

(από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου ήρθε φλασιά: ξαφνικά θυμήθηκα.

- Έψαχνα όλο το σπίτι για να βρώ τα κλειδιά και στο τέλος έφαγα φλασιά ότι τα είχα στην τσέπη του μπουφάν μου.

(από Khan, 20/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμμονή, ανασφάλεια, η αμφιβολία, άλλοτε βάσιμη και άλλοτε αβάσιμη.

-Καλά και άφησες την κοπέλα σου να πάει μόνη της διακοπές με τις φίλες της στη Πάρο; Δεν φοβάσαι μήπως κάνει τίποτα και εσύ δεν το μάθεις ποτέ;
-Έλα ρε τώρα μη μου βάζεις φιτιλιές και 'συ! Αρκετό άγχος έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».

Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιδιαιτέρως διαδεδομένη η οποία σημαίνει βλακείες, ανοησίες, χαζομάρες.

-Μου είπε ότι θα βγει με τη Μπελούτσι...
-Παπαριές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παπαριά είναι ένα δέντρο σαν την αχλαδιά μόνο που δεν κάνει αχλάδια. Ανήκει στην οικογένεια των Papariae στην οποία ανήκει η παπάγια και το αγγούρι. Πρόκειται για δέντρο της ερήμου το οποίο προστατεύει τον καρπό του με πολλά τριχίδια. Με αυτή την μέθοδο τα διάφορα πουλιά-θηρευτές δεν πλησιάζουν. Ο καρπός του εν λόγω δέντρου (παπάρι) παρατηρείται έντονα μετά το 15ο έτος της ηλικίας του. Ακόμα τα παπάρια είναι πολύ ευαίσθητα σε πιέσεις. Μπορεί εύκολα να πρηστεί λόγω μεταβολών του περιβάλλοντος στη θερμοκρασία, το pH, και την υγρασία. Προτιμούν να αφεθούν σε ηρεμία και μετά από μια μικρή αύξηση θερμοκρασίας που προκαλείται από μικροερεθίσματα εκτοξεύονται τα σπόρια που μεταφέρονται στο άνθος με τον άνεμο (ανεμογκάστρι). Λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου ελάχιστα παπάρια είναι φυσιολογικά και λειτουργικά, για αυτό και πρέπει να τύχουν προσοχής από τους γεωπόνους.

παπαριά

Τα παπάρια καλλιεργούνται σε διάφορες χώρες. Άλλοι ισχυρίζονται πως η μεγαλύτερη παραγωγή γίνεται στην Αμερική, άλλοι λένε στην Αφρική και άλλοι στην Ελλάδα. Βέβαια όπως προαναφέρθηκε τα παπάρια δεν είναι πάντα λειτουργικά. Άρα αν κρίνουμε με επιστημονικά κριτήρια την λειτουργικότητα, οι καλύτερες χώρες είναι η Ινδία και η Κίνα. Αν κρίνουμε βάσει ποσότητας τα αποτελέσματα πάλι διχάζουν, αφού το λίπασμα και οι συνθήκες ωρίμανσης και γαλούχησης παίζουν μεγάλο ρόλο. Τελευταία ακούγονται φήμες για παραγωγή γενετικά τροποποιημένων παπαριών.

Τα παπάρια και τα δέντρα παπαριές τυγχάνουν μεγάλου σεβασμού στις μέρες μας στην Ελλάδα, αφού πάντα οι Έλληνες τα θυμούνται στην καθημερινή ζωή:

-Ως απάντηση σε σχόλιο βαθυστόχαστο: «παπαριές».
-Μεγάλη ένδειξη προσφοράς και αλληλεγγύης είναι η προσφορά παπαριών: «Πάρε τα παπάρια μου». -Κάτι που τυγχάνει μέγιστης σημασίας από εμάς λέμε «στα παπάρια μου». -Για άτομα που κάνουν βαρυσήμαντες δηλώσεις ή πράττουν εξίσου σημαντικά έργα, υπάρχει το «φάε ένα παπάρι» ή «τσίμπα ένα παπάρι».
-Σπανιότερα χρησιμοποιείται η μέτρηση παπαριών για ερευνητικούς λόγους «Μέτρησέ μου τα παπάρια».

Βέρυ ιμπόρταντ πέρσονς ορίζονται ως «παπάρες».

«Πες στην αδελφή σου να πάρει τα παπάρια μου»

Μάρκο Ματεράτσι προς Ζινεντίν Ζιντάν (ο τελευταίος ζήλεψε)

Πηγή (τροποποιημένο) : Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παπαριά είναι δέντρο επί του οποίου φυτρώνουν παπάρες (άλλως: «παπάρια»). Ευδοκιμεί ιδιαίτερα στον Μεσογειακό χώρο, είναι πολύ ανθεκτική και παραγωγική, οι δε καρποί της έχουν γεύση όξινη, στυφή και προκαλούν δυσπεψία, ενίοτε δε και νευρικό γέλωτα.

Το δέντρο, καίτοι οπωροφόρο, χαρακτηρίζεται ως ζιζάνιο. Παρόλες όμως τις εκάστοτε προσπάθειες για την εξαφάνισή του, αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο. Οι παπάρες ή τα παπάρια ομοιάζουν με τους όρχεις του ανδρός, εξ ου και μια από τις πολλές ονομασίες των τελευταίων (πχ. στην κλασική έκφραση «σε γράφω στα παπάρια μου»).

Η παπαριά μπορεί να διατηρηθεί σε μέγεθος μπονζάι ή σε μέγεθος θάμνου, συνήθως όμως αφήνεται να αναπτυχθεί τόσο ώστε να μπορεί να παίρνει καλλωπιστικά επί των οδών των πόλεων σχήματα (παπαριά η καμαρωτή).

Επειδή η παπαριά είναι εξαιρετικά διαδεδομένο φυτό, η ονομασία της (κυρίως δε, αυτή του καρπού της) έχει περάσει πια στην καθομιλουμένη και δη στη σλανγκ, σημαίνοντας κάτι το άκρως ευτελές, συνηθισμένο, ανούσιο και γελοίο (βλ. παράδειγμα).

Βλ. και παπάρια μέντολες, Παπαρία φυλή, παπαριανός, για χάρη του βασιλικού, ποτίστηκε και η γλάστρα, τα παπάρια μου κλάσ' τα, τα παπάρια μου τράβα, κά.

- Τι σου είπε;
- Παπαριές, τίποτα.

- Τί σου είπε;
- Παπάρια, τίποτα.

- Τι σου είπε;
- Παπάρες, τίποτα.

Παπαριές... (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης παλτό, συνήθως με διάθεση υπερθετική και όχι υποτιμητική...

Για δες παλτουδιά που κονόμησα από τον ξάδερφό μου... Εκείνος πάχυνε και δεν του κάνει πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας

  1. - Πάμε για μπάσκετ;
    - Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»

  3. - Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
    - Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!

Ο σερ Μπιθικώτσης, ο αριστοκράτης μάγκας! (από Cunning Linguist, 26/02/09)(από Cunning Linguist, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified