Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Got a better definition? Add it!
Μέγιστο παράδειγμα ηλίθιας έκφρασης που, μερικές φορές, σημαίνει «αποκλείεται» με έντονα ειρωνικό τόνο, αλλά συνήθως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το άτομο στο οποίο απευθύνεται η έκφραση οφείλει να συμπεράνει:
Τι θες, βόλτα;;; Τσίμπα ένα αρχίδι!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει, συνήθως μεταφορικά, ότι είτε κάποιος έχει κουραστεί πολύ, είτε έχει φάει πολύ ξύλο, είτε ότι όντως του / της έχουν γαμήσει τα βάρδουλα.
- Τι έγινε, πήγες προπόνηση σήμερα;
- Άσε... πήγα και μας γάμησε τα βάρδουλα ο προπονητής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!
Δες και καπέλο.
Got a better definition? Add it!
Η ήττα.
- Χτες δεν ήταν ο τελικός; Πώς τα πήγατε; - Άσ' τα να πάνε, πήραμε τον πούλο. Δεν θέλω να το θυμάμαι.
Got a better definition? Add it!
Φεύγω. Συνήθως λέγεται υβριστικά σε κάποιον ώστε να φύγει, να μας αδειάσει την γωνιά. Πλέον χρησιμοποιείται και χωρίς τον υβριστικό χαρακτήρα. Μερικές φορές λέγεται απλά και παίρνω πούλο.
- Πάρε τον πούλο ρε ηλίθιε που ήρθες να μου πεις πώς θα κάνω την δουλειά μου! Άντε, δρόμο!!
- Παιδιά εγώ παίρνω τον πούλο γιατί πήγε αργά και ποιος την ακούει την Κατίνα στο σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified