Καταληκτική φράση από τις «τρεις αδελφές» του Τσέχοφ. Οι τρεις αδελφές, μάλλον δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά στη Μόσχα, και το νοσταλγικό όνειρο θα μείνει εκεί, να τις μελαγχολεί, να θυμίζει τα μεγαλεία, και διηγώντας τα να κλαιν.

Η φράση πέρασε στη σύγχρονη εποχή για να περιγράψει κάτι που δεν πρόκειται να γίνει. Σε όλα τα επίπεδα.

Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χιουμοριστικό λογοπαίγνιο, όποτε θυμάται κάποιος τη Μόσχα, το κολλάει κι αυτό, για να δείξει ότι δεν είναι κι αμόρφωτος, αλλά επειδή και το αδελφές πάει συνειρμικά αλλού.

Άλλη μια χρήση, η οποία εκλείπει, έχει να κάνει με την ουτοπία του κομμουνισμού, σε σχέση με το κέντρο αποφάσεων για όλα τα ΚΚ του κόσμου, που ήταν η Μόσχα.

Στη Μόσχα Αδερφές μου, στη Μόσχα!
Καλά, όχι κι αδερφές. Άγγλοι ναι, ενίοτε (συχνά βασικά) κομπλεξικοί, αλλά όχι κι αδελφές. Τουλάχιστον, αυτοί που θα πάνε στη Μόσχα δεν μας κάνουν και τόσο gay...

....Οι τρεις αδερφές δε θα πάνε ποτέ στη Μόσχα, όπως ο Γκορμπατσώφ δε θα ολοκληρώσει ποτέ το όραμα της “περεστρόικα”(αναδόμηση-ανασυγκρότηση)...

(από ιστότοπους)

-(σινιόρα electron) Θα πάμε αγάπη μου διακοπές φέτος; Σαββατοκύριακο στο Παρίσι να βρούμε εκείνον το συμφοιτητή σου; Η στη Ραβένα, που μας περιμένει η ξαδέλφη μου; Τι λες;
-Στη Μόσχα αγάπη μου, στη Μόσχα....
-(σινιόρα electron) Δεν πάω εκεί, να με τρέχεις να ψάχνουμε τα αρχεία της Καγκεμπε, για τον Ζαχαριάδη. Και πάρτο απόφαση. Κομμουνισμός δεν θα γίνει.
-Αρμεγε και κούρευε... -(σινιόρα electron) Αντε πια! Από τότε που παντρευτήκαμε.... (ακολουθει συζήτηση που άπτεται προσωπικών δεδομένων)

(από το σπίτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παλιά σλανγκιστική συνήθεια του κουτσουρέματος των λέξεων (βλέπε εφτά νομά σ' ένα δωμά, ή και πιο πρόσφατα προχώ, πλερώ, μαλά) περνάει σε κουτσούρεμα πρότασης. Διότι ο προφορικός λόγος είναι πρακτικός και βιαστικός, οπότε για να μην επαναλαμβανόμαστε, λέμε το «αλλα δεν», και εννοούμε την αρνητική έκβαση των γεγονότων.

Επίσης η συγκεκριμένη διατύπωση βρίσκεται μια σκάλα μετά το ξερό «όχι» (λίγο αγενές), στην κλίμακα του «δεν γουστάρω να δώσω λεπτομέρειες. Απαντάμε στην ουσία, αλλά χωρίς μπούρου μπούρου. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

  1. - Τι έγινε χθες; Σκόραρες;
    - Κοίταξε, το πάλευα από 'δω, το πάλευα από 'κει, αλλά δεν!

  2. - Πάμε διακοπές Πάρο όλη η παλιοπαρέα;
    - Οχι ότι δεν θέλω, αλλά δεν!
    - Κάποια γκομενοδουλειά είναι στη μέση, πες το ρε, κι εμείς το προσκυνήσαμε κάποια στιγμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήγαινε μια θέση πιο δίπλα ή κάνε λίγο χώρο, στριμώξου, μετακινήσου λίγο.

Για να γίνει αυτό, πρέπει να μετακινηθεί ο καθήμενος κατά έναν κώλο (ανεπίσημη μονάδα μέτρησης που ισούται με 50 εκατοστά κατά Μ/Ο, όσο δηλαδή ένα κάθισμα).

Με την έκφραση αυτή αναφερόμαστε στην μέθοδο και όχι στο αποτέλεσμα. Το λέμε κυρίως όταν ο καθήμενος είναι εξαιρετικά απρόθυμος να βοηθήσει την κατάσταση και κάνει τον γερμανό.

- Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε; Πού θα κάτσουν οι γονείς σου τώρα;
- Ε κάνε έναν κώλο πιο πέρα και θα χωρέσουμε όλοι, άντε.

(από nick, 09/09/09)Σεσινεπά-50-εκατοστά! (από Vrastaman, 10/09/09)

βλ. και κώλος μέσα κώλος έξω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πειράζει, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά πρέπει να είσαι και λιγάκι μαλάκας.

Φιλοφρόνηση προς μίζερο νεοέλληνα, που έχει περιπέσει σε σφάλμα, για να του δείξουμε ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Σε αυτή τη χώρα με τους τελειομανείς πολίτες, που όλα δουλεύουν ρολόϊ, είναι πράγματι δύσκολο να βρίσκεσαι στην δυσάρεστη θέση να παραδεχθείς τη λάθος συμπεριφορά. Οπότε όλο και κάποιος βρίσκεται να σου θυμίσει ότι τα λάθη είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Αυτά όσον αφορά την ορθή χρήση της παρόλας.

Στη σλανγκ χρήση της, η έκφρασή υπονοεί την πλήρη διαφωνία μας, μέσω της ειρωνείας. Δηλαδή λέμε τη φράση, εννοώντας ότι διαφωνούμε πλήρως με αυτά που λέει και υποστηρίζει με πάθος ο συνομιλητής μας, χαρακτηρίζοντας κάποια πράξη του σαν κουσούρι και ατέλεια. Η, την λέμε για τον εαυτό μας, όταν μας καταλογίζουν κάτι που εμείς δεν το θεωρούμε πολύ σοβαρό και άξιο λόγου.

1.- Εγώ νομίζω ότι ο Γιωργάκης θα γίνει καλός πρωθυπουργός.
- Για τι ορίζοντα μιλάμε δηλαδή; Σε τριάντα χρόνια για παράδειγμα;
- Αρχισες τις μαλακίες...
- Κανείς δεν είναι τέλειος!

  1. - Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το αφεντικό έχει λάθος να με βρίζει.
    - Καλά το πάς σύντροφε.
    - Επειδή άργησα δύο φορές. Κάτσε ρε φίλε! Είκοσι χρονών είμαι, δεν θα αλητέψω και λίγο;
    - Εχεις κι εσύ τα δίκια σου...
    - Πόσες φορές άργησα; Στα τρία χρόνια που είμαι εδώ, άντε να ναι καμιά δεκαριά φορές. Ελεος, σκλάβοι είμαστε;
    - Μην ακούς τίποτα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προτείνω να το καθιερώσουμε όλοι, να 'ρχόμαστε ένα μισαωράκι πιο αργά για συμπαράσταση....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός ή μάλλον παππουδισμός ολκής για την λέξη αρχίδια, όταν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να πούνε τη λέξη με το όνομά της. Παραλλαγή των «σε γράφω στ' αρχίδια μου / στο παλιό μου το τεφτέρι / στα παλιά μου τα παπούτσια, ζμπούτσαμ», εμπνευσμένη από το ότι στα κατάστιχα γράφουμε συνήθως μια λίστα ονομάτων. Και τέτοια κατάστιχα, μόνο ο άντρας έχει, παρόλες τις τελευταίες φεμινιστικές προσεγγίσεις του τύπου στα δώδεκά μου ..., στο μουνί μου το ιδιότροπο.

- Ρε πατέρα! Πάλι με λεκιασμένο το παντελόνι θα βγεις έξω; Τι θα λέει ο κόσμος;
- Στα αντρικά μου τα κατάστιχα τι θα λέει ο κόσμος, βαριέμαι να αλλάξω τώρα.

(από Vrastaman, 29/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια φράση που έχουμε αγαπήσει από τσακωμούς ζευγαριών (συνήθως έχουν ξεπεράσει τα 25 χρόνια γάμου, όχι και τόσο ευτυχισμένου όπως όλα δείχνουν) ή ακόμα όταν ένας σπασαρχίδης προσπαθεί να επέμβει στην σοβαρή (λεεεεεεεμε τώρα) συζήτηση της παρέας. Προσωπικά αποτελεί βασική φράση του καθημερινού μου λεξιλογίου.

  1. (Κλασσικός τσακωμός αντρόγυνου μετά το βραδινό φαγητό) Άντρας: - 25 χρόνια σου λέω ότι με πειράζει να καθαρίζεις την μεριά σου όταν ακόμα τρώω εγώ. Άσε που ποτέ σου δεν έμαθες να κάνεις μια λαχανόπιτα σαν της μάνας μου. Ούτε προσπάθησες καν! Όλο τα νερόβραστά σου τρώμε, λες και είμαστε σε νοσοκομείο!
    Γυναίκα: - Και εσύ κάμεις πράγματα που δεν τα μπορώ. Αλλά δεν στα λέω.
    Άντρας: - Τι να πεις καί εσυ καημένη; Που σε πήρα από το χωριό σου και βγάζεις και άχνα.

  2. - Τι λες ρε κεφτέ; Ο κώλος της Λίζας είναι ότι πιο όμορφο έχει φτιάξει ο Παντοδύναμος! - Εγώ προτιμώ της Κατερίνας. - Τρομπάρεις ρε; Πιο ωραίος είναι ο δικός μου.
    (Βλάκας): - Ννννααα σας πω και γω την γνώμη μου ρε .... παιδιά; - Τι να πεις και εσύ καημένη; Έχεις γνώμη και για κώλους τώρα. Χούφτωσε τον δικό σου καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοριέται πολύ ως πασπαρτού όταν θέλουμε να κλείσουμε μια φράση μας, στον προφορικό κυρίως λόγο, με την οποία έχουμε καταγράψει ή παραθέσει μια σειρά από πρόσωπα, αντικείμενα, καταστάσεις, χαρακτηρισμούς, ιδιότητες κ.λπ.

Χρησιμοποιώντας το λήμμα τονίζουμε το ευάριθμο των παραγόντων που υποστηρίζουν την άποψή μας, πλην όμως έχουμε μπουχτίσει τόσο πολύ, που απαξιούμε να τους αναφέρουμε όλους και αφήνουμε τον συνομιλητή μας να τους συμπεράνει.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, σημαίνει «και τα λοιπά», «και τα όμοια».

Για πληρέστερη κατανόηση, βλ. παραδείγματα.

  1. Για όλα φταιν΄οι γκόμενες
    οι πρώην κι οι επόμενες
    επώνυμες κι ανώνυμες
    και γενικώς

  2. Μου τη δίνει η Γλασκώβη και θέλω να γυρίσω Άθενς! Μου τη δίνει το τσόκρυο, η υγρασία, το σκοτάδι που διαρκεί 20 ώρες την ημέρα, οι ξενερουά γκόμενες με τα μίνι στους -20, τα βραστά κάμπατζιζ που σερβίρουν στα εστιατόρια, και γενικώς!

  3. Φέρε ό,τι βρεις: Μπουζόκλειδο, σταυροκατσάβιδο, φλάντζες, γαλλικό κλειδί, άλλεν, κόφτη, πένσα και γενικώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση την χρησιμοποιούμε όταν κάποιος μας εκμυστηρεύεται ένα πάθημά του ή κάτι που δεν του πήγε καλά και θέλουμε να του απαντήσουμε «Ας πρόσεχες», «Ήθελέστα και πάθέστα» ή ακόμη «Τί γύρευες ξεβράκωτος στα αγγούρια». Επίσης, φέρνει και σε κάτι από «Γιατί τό 'δωσε ο Θεός το ακατοίκητο;», σε μια έμμεση προτροπή να βάζει το νιονιό του / της να δουλεύει άλλη φορά.

Δεν θέλουμε, δηλαδή, να του την πούμε κιόλας, γιατί μπορεί να μην έφταιγε, αλλά να στάθηκε απλά άτυχος /-η, ωστόσο η έκφραση λειτουργεί σαν προτροπή για να τον / την βάλουμε να κάνει λίγη αυτοκριτική, ώστε να είναι πιο προετοιμασμένος --η και προσεκτικός /-ή την επόμενη φορά.

Διευκρινίζεται ότι το λήμμα χρησιμοποιείται στην αυτή μορφή ανεξαρτήτως σε ποιο από τα γνωστά 4 φύλα (νέιμλυ άρρεν, θήλυ, homosexual και asexual) ανήκει ο συνομιλητής μας.

  1. - Μα να με παρατήσει ο Ντιντής μου επειδή πήγα έξι μήνες για μεταπτυχιακό στη Γαλλία;
    - Εμ, φιλενάδα;

  2. - Μόλις του είπα «Μπήκαμε στη Σαρακοστή, κομμένο το σεξ», άρχισε να τα σούρτα-φέρτα με την πρώην του.
    - Εμ, φιλενάδα;

  3. - Με το που είδε το τατουάζ με τον δράκο που έχω στον μπαργαλάτσο μου, το κάναμε μια φορά και αυτό ήταν! Μετά έκοψε λάσπη.
    - Εμ, φιλενάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη μου κολλάς σημαίνει μη με στριμώχνεις, διότι θα επέλθει σύγκαμα και μετά πόνος.

Μη με ζορίζεις, μη με πιέζεις, μη μου τη σπας, μη μου τα πρήζεις και άλλα συνώνυμα.

Μη μου κολλάς ρε γυναίκα δεν έχω τα φράγκα να σου πάρω γούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified