Συντομογραφία του «Παίρνει Πίπα Όρθια».

Χρησιμοποιείται ως συνθηματικό μεταξύ ανδρών συνήθως κατά την περιγραφή ή την θέαση ενός κοντού στο ύψος γκομενακίου, τόσο κοντού ώστε να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της έκφρασης. Προφέρεται «Πι-Πι-Ο» και είναι γένους ουδετέρου.

- Ρε μόρτη την θυμάσαι καθόλου τη Στέλλα που είχαμε δει τις προάλλες;
- Ποια Στέλλα λες δικέ μου; Το ΠΠΟ;
- Α να γεια σου! Αυτή!
- Πώς να μη θυμάμαι...

Στο μπαρ:
- Κώτσο, βλέπε γκομενάκι σωστό, τρεις η ώρα από σένα.
- Τελέρε; Αυτή είναι ΠΠΟ!
- Κλάιν ρε! Μην κολλάς.

O Shaquille O Neal με την στρατηγικού ύψους γιαβουκλού του. (από Khan, 28/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φερόμενη και ως τροτέζα, η γυναίκα η πόρνη στη ψυχή κατά προσπάθεια και κατ' ευχαρίστηση, χωρίς όμως πλήρη επιτυχία.

Συναντώνται παντού και ικανοποιούνται με μεσοβέζικες ντεμέκ καταστάσεις.

Δεν πρέπει να συγχέονται με τις συνειδητοποιημένες πουτάνες ούτε με τις άβγαλτες αθώες κορασίδες.

- Ρε μαλάκα πάλι μου τα γύρισε η Κατίνα, λέει ότι τελικά με θέλει και ότι χωρισμός μέσω mail ήταν επειδή είχε πιει πολύ..
- Γνωστή ψευτοπόρνη, πλασεδάκι και goodbye!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με τον παπατζή στην κυριολεκτική έννοια, δηλαδή η παίκτρια του ''παπά''.

Μεταφορικά περιγράφει γυναίκα, ενήλικη, με ευχέρεια λόγου, έντονη πειστικότητα που αφήνει μία εντύπωση αίσθησης ερωτοτροπίας με μη εκπληρώσημες υποσχέσεις και συνήθως με εμπλοκή ανταλλαγμάτων εκ μέρους των μνηστήρων (θαυμαστών).

- Τι κάνει ο Μήτσος με την ''κούκλα'' απέναντι;
- Τίποτα δεν θα κάνει, αυτή είναι γνωστή παπατζού περιωπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τερατόμορφο πλην γευστικότατο ψάρι γένους Lophius Piscatorius που έρπει στον βυθό της θάλασσας καταβροχθίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα του με το πελώριο παραμορφωμένο στόμα του. Πωλείται πάντα χωρίς κεφάλι, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υστερικών κρίσεων ή λιποθυμιών στο ιχθυοπωλείο, καθώς η μορφή του είναι από αποκρουστική έως εφιαλτική. Οι ψαγμένοι μεζεκλήδες ωστόσο πάντα επιμένουν να πάρουν και το κεφάλι, καθώς κάνει την απόλυτη ψαρόσουπα.

Σλανγκιστί, πεσκανδρίτσα αποκαλείται η γυναίκα με πρόσωπο βατραχόψαρου αλλά σώμα αναφοράς. Υπάρχει ωστόσο μια καθοριστική, ειδοποιός διαφορά με την γνωστή σε όλους γκόμενα-γαρίδα: την πηδάς μεν αλλά δεν πετάς το κεφάλι (ούτε το κάνεις και σούπα). Διότι παρά την αποκρουστική του ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα –όπως χιούμορ, πνεύμα, σκέρτσο και πάνω απ' όλα ουράνιο κλαρίνο (χαλάλι το ενδεχόμενο ενός τσιμπούμερανγκ!)– που την εξιλεώνουν σε μεγάλο βαθμό. Με κατάλληλο φωτισμό σχεδόν ξεχνάς τη σιχαμερή της φάτσα και δεν απαιτείς καν να φοράει χαρτοσακούλα πάνω από το κεφάλι!

- Πού εξαφανίστηκες βρε Πανούλη;

- Βρυκα γκωμενακυ φοινο! Εχοι σομα σαν γωργωνα εχο παθι μουνοπλακκα! Κε αιχι και πλι χοιουμωρ μετα το σεχ μυλαμαι με τοις ορεσ! I shink I yam in luv!

- Καλά, γιατί δεν μας την γνωρίζεις;

- Νασπο, δαι βγενοι εξο … οι γιτονεςς ζιτοισαν ασφαληστυκα μαιτρα για να μι πάθουν ψοιχοτραλαλα τα πεδακηα τουσ!

- Κατάλαβα, με πεσκανδρίτσα πήγες κι έμπλεξες καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified