Further tags

Έκφραση χρησιμοποιούμενη από παππούδες-γιαγιάδες για να μας κάνουν να αισθανθούμε άνετα, την εποχή που είμασταν μικράκια και μας ξέφευγαν πορδούλες κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού μας.
Από επιστημονικής απόψεως, μιας και η έκφραση περιλαμβάνει και γιατρό, υπονοείται ότι ένα άτομο το οποίο καταφέρνει και αερίζεται έχει υγιές έντερο!

πορδή- βλέμμα τριγύρω από τον ανήλικο κλάνοντα για να τσεκάρει αν τον πήραν χαμπάρι.
Βλέμμα γιαγιάς σε απάντηση... «Μην ανησυχείς μωρό μου! Κώλος που κλάνει χέζει γιατρό!»

χαίρει άκρας υγείας... (από BuBis, 08/09/09)

βλ. και κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξήγηση είναι προφανής. Όταν η σκατολογία συναντάει το χρηματοοικονομικό σύστημα! Φαίνεται ότι υπάρχει χαρτονόμισμα δικούραδο, όπως το δίευρω. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να αποστομωθεί κάποιος ξερόλας, ή κάποιος ενοχλητικός τύπος, ο οποίος έχοντας το θάρρος μας περιπαίζει λίγο παραπάνω.

(ξερόλας)
- Και, όπως σου έλεγα, οι Εβραίοι έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν και να μειώσουν τους απανταχού Έλληνες, γιατί εμείς, ως έξυπνος λαός τους είμαστε εμπόδιο. Στο απέδειξα προηγουμένως. - Συμφωνώ, αλλά μήπως σου βρίσκονται ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δυο κουράδες, με τους Εβραίους και τους Υπερέλληνες. Οι Εβραίοι ρε παπάρα φταίνε για τα χάλια μας;

(ενοχλητικός)
- Γιωργάκη, πού χάθηκες ρε φίλε;
- Σπίτι, δουλειές, ξέρεις.... εσύ Θάνο;
- Εγώ άκουσα ότι η Μαιρούλα σου 'χει βάλει τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι (μας πείραξε αυτό το σχόλιο, γιατί είμαστε και ανατολίτες, και γιατί o Θάνος είναι φίλος της Μαιρούλας, και την χαλβάδιαζε στο σχολείο).
- Μήπως έχεις ψιλά σκατά να μου χαλάσεις δύο κουράδες, γιατί βιάζομαι και η Μαιρούλα θα μου βάλει χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως μεταφορική, μερικές φορές και κυριολεκτικά χρησιμοποιούμενη, η φράση υποδηλώνει συνθήκες απόλυτης σιωπής, νεκρικής σιγής και ηρεμίας, απρόσμενης για συγκεντρωμένο πλήθος, αλλά επιβεβλημένης από ιδιαίτερες συνθήκες. Εφαρμόζεται σε κηδείες, κοντσέρτα, ταινίες του Αγγελλόπουλου, συνέδρια του ΚΚΕ όσο μιλάει η γραμματέας, στρατόπεδα στη φράση «Ένας εθελοντής για...», χαρούμενες πασχαλιάτικες συγκεντρώσεις με την οικογένεια στη φράση «Μπαμπά είμαι gay», σε κρεββάτι όταν η γκόμενα λέει «Ναι, Κώστα μου» στο σεξ μετά την ονομαστική σου εορτή στις 6 Δεκεμβρίου, αλλά και από δέντρα που πέφτουν σε δάσος που δεν είσαι.

Γαμώτο... τα έγραψα πιο πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρώμα από την απλυσιά!!!

-Κοίτα ρε τα πόδια του, έχουν πιάσει σκόρτσα.
-Αφού τα πλένει κάθε μήνα!!!

Σοφοκλής -Big Sofo- Σχορτσιανίτης (από allivegp, 10/08/09)Σοφοκλής -Big Sofo- Σχορτσιανίτης (από allivegp, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η πολύ παλιά μπίχλα, η μάκα που από την πολυκαιρία έχει μετατραπεί σε αρχέγονη σούπα, γεγονός το οποίο οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μορφής ζωής.

Χρησιμοποιείται συνήθως με το ρήμα «πιάνω», κατά το «θα πιάσουμε / πιάσαμε μυρμήγκια», αλλά είναι σαφώς πιο έντονο, για ευνόητους λόγους.

- Ρε Τούλα τι θα γίνει με τα πιάτα; Μια βδομάδα στο νεροχύτη είναι, ελεφαντάκια θα πιάσουμε...

(από Jonas, 07/08/09)Ντάμπο, το ελεφαντάκι (από allivegp, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, σημαίνουσα συναγερμόν προς εσπευσμένην αφόδευσιν ένεκα αχαλινώτου κουράδος, ήτις έχει ήδη (φευ!) ανατείλει ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Όπως λένε και για την οδοντόπαστα (και όχι μόνο), όση βγει-μέσα δεν ξαναμπαίνει!

Η προπετής λοιπόν κουράς, φυτρώνει εξ αίφνης ωσάν ουρά εις τον απηυθυσμένον του δυστήνου χέστου, συνήθως εις ώρας και τόπους ακαταλλήλους π.χ. κατά την διάρκειαν κρισίμου επαγγελματικής συνεντεύξεως, σε θερινήν επιθεώρησιν ναυάρχου (βλ. και σχετικές κατάρες: Που να χεστείς σε ίντερβιου / σε παρέλαση και να' ναι καλοκαίρι και να φοράς άσπρα, σε οικτρό μποτιλιάρισμα, απολογούμενος σε δικαστήριο για κακούργημα, γνωρίζοντας σε πάρτι φίλου το κορίτσι των ονείρων σου που είναι έτοιμο να φύγει για Ανταρκτική, πέφτοντας με αλεξίπτωτο. κτλ..)

Συχνότατα, η μουσούδα της εν λόγω κυρίας, ξεπροβάλλει ανεπιστρεπτί κατόπιν αστοχάστου πορδής. Ήτοι όταν τις πέρδεται υπαιτίως αλλά και εσφαλμένως, είτε χρονικώς (άκαιρα) ή τροπικώς (βεβιασμένα), συσπάται το κωλάντερόν του και διακινδυνεύει εν γνώσει του ένα σκατουλάκι χωρίς συμμαζεμό.

Ας ενθυμηθώμεν κανα-δυο σχετικά ανέκδοτα:

[i]1. Πρέπει (λέει) στην τάξη του Τοτού να σχηματίσουν οι μαθητές προτάσεις με την (καινούρια) λέξη που μάθανε: «οπωσδήποτε».

Διαβάζει η Αννούλα: «Αν διαβάσω τα μαθήματά μου, τότε οπωσδήποτε θα λάβω καλούς βαθμούς». Μπράβο Αννούλα. Διαβάζει ο Γιωργάκης: «Το καλοκαίρι που θα βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί, εκείνος θα μου πάρει οπωσδήποτε ποδήλατο». Μπράβο Γιωργάκη.

Λέει ο Τοτός:

- Κυρία-κυρία! Έχει μάζα η κλανιά;
- Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
- Βρε, έχει ή δεν έχει;
- Τέλος πάντων, όχι…
- Ε, τότε «οπωσδήποτε» χέστηκα!

  1. Είναι δυο κατάδικοι στο ίδιο κελί της φυλακής και θέλουνε να παίξουνε. Τι να παίξουνε, ζάρια απαγορεύονται, κρυφτό-κυνηγητό δε γίνεται (το κελί είναι 3x3), θα παίξουμε (λέει) τριανταμία με τις πορδές. Όποιος φτάσει πρώτος ή κοντινότερα στις τριανταμία κερδίζει. Αρχίζει ο ένας και τραβάει κάτι γενναιόδωρες πορδές, αλλά στις 27 ξεμένει από καύσιμο. Ο άλλος σφίγγεται και τραβάει μια, δυο, δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι, εικοσιμία και του φεύγει ένα κουραδάκι… Περιχαρής φωνάζει: Κέρδισα! Εικοσιμία κι η φιγούρα - τριανταμία![/i]

Λένε ότι στο φαΐ, στο γαμήσι και στο χέσιμο δεν χρειάζεται βιασύνη. Συμφωνώ. Πλην όμως, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία (και οι φορείς), ώστε να τοποθετηθούν απανταχού εις την επικράτειαν και δη εις πλείστα κεντρικά σημεία, δωρεάν αξιοπρεπείς και καθαραί βεσπασιαναί προς ανακούφισιν των ατυχών συμπολιτών ημών, ώστε να αποφεύγονται αι κακοτοπιαί.

Δει δη αποπάτων ώ άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτων, ουδέν εστί γένεσθαι των δεόντων.

Συνώνυμα: Γιομάτο κλανίδι, φορτωμένη/καργαρισμένη πορδή, τορπίλλα, κουφέτο, μου φύγανε/είπανε του παλαβού να κλάσει κι αυτός χέστηκε (παροιμία) κλπ.

Ιταλιστί: Scoreggia vestita (“επενδεδυμένον κλανίδιον”)

- Αργείς;

- Μια στιγμή να κατουρήσω…

- Τελείωνε! Δεν προλαβαίνω, έχει σκάσει μύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως εκδίκηση του Μοντεζούμα (Montezuma's Revenge) αποκαλείται το οξύ διαρροϊκό σύνδρομο που προσβάλλει επισκέπτες σε θερμά, τροπικά μέρη. Επίσημα, ονομάζεται Διάρροια των Ταξιδιωτών και ορίζεται ως η παρουσία τριών ή περισσοτέρων υδαρών κενώσεων εντός ενός 24ώρου, που συνοδεύονται από κοιλιακές κράμπες, ναυτία και μετεωρισμό. Συνηθέστερο δε αίτιο είναι το εντεροπαθογόνο Escherichia Coli.

Το σύνδρομο εμφανίζεται πολύ συχνά σε τουρίστες στο Μεξικό, εξ ου και η αναφορά στον αρχηγό των Αζτέκων Ινδιάνων του Μεξικού Μοντεζούμα (1466-1520), που υποτάχθηκε από τους Ισπανούς Κατακτητές του Ερνάν Κορτέζ. Όπως φαίνεται, η εκδίκηση για τον Μοντεζούμα είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο (και σε οδηγεί τρέχοντας στην τουαλέτα).

Ποιό Τεοτιουακάν, ΕΛ Σαλβαδόρ και άλλες παπαριές καμαρωτές; Άσε τον Λιακό να πάει αυτός στο Μεξικό και στην Τάκλα Μακάν να σφραγίσει τις πύλες. Δεν έχω καμιά όρεξη να με κυνηγάει η εκδίκηση του Μοντεζούμα.

Ο Μοντεζούμα (από allivegp, 22/07/09)Escherichia Coli (από allivegp, 22/07/09)Charlotte in Mexico. Sex & City (από Hank, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούλτρα-σούπερ-ντούπερ υπερθετικός του «σου γαμάω».

Μην συγχέεται με περιπτώσεις σε φάση «το μάτι μου», που είναι ιδιαιτέρως λάιτ, δηλαδή σιγά και τί έπαθε το θύμα τώρα, ρίχνει λίγο νεράκι και πάει πέρασε. Όοοχι, εδώ μιλάμε για μεγάλες ζημιές. Το «σου γαμώ τα μάτια» χρησιμοποιείται σε προχώ περιπτώσεις, όταν τα βάρδουλα, το ταμτιριρί, το φελέκι, το μουνί της Εύας που τον πέταγε, το κέρατο, το σόι, τα χάλια του, είναι πλέον ξεπερασμένα και δεν αρκούν για να εκφράσουν το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη, ή θα πάθει ο καημένος ο γαμηθείς.

Εννοείται ότι για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, σου 'χω γαμήσει ήδη ό,τι τρύπα ή ό,τι άλλο έχεις και δεν έχεις (περιλαμβανομένων σπιτιών κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων), όποιον αγαπάς και δεν αγαπάς, γενικώς σου χω γαμήσει τα πάντα όλα. Ακολουθώντας (γαμιώντας) σπειροειδή ανοδική πορεία, επανέρχομαι να γαμήσω μέλη του σώματός σου, αλλά πλέον, περνώντας σε μια ανώτερη σφαίρα, δεν περιορίζομαι στις ανοιχτές γνωστές διόδους, αλλά διεισδύω και στις πιο ασυνήθιστες και εξεζητημένες: ακόμα και σε εκείνες που δεν αποτελούν καν δίοδο, ούσες φραγμένες με διάφορα εμπόδια. Στην περίπτωση του λήμματος, υπάρχουν τρύπες υποδοχής μεν, φραγμένες από τους γνωστούς λιπώδεις βολβούς δε.

Ο γαμών δεν κωλώνει, σου γαμεί τα μάτια, να τα δεις όλα. Ή, το πιο πιθανό, να χάσεις το φως σου.

Εννοείται, η φράση παίζει και με την γνωστή έννοια «γαμάω και δέρνω», όπως και στο παράδειγμα.

Τέλος, το μά-τι, παίζει να χρησιμοποιείται και ως πιο σεμνό υποκατάστατο της μά-νας, όπως η πανα-χαϊκή υποκαθιστά στο μπινελίκι την πανα-γία (αίσχος).

Ασίστ: Χανκ από ΔΠ, που πήρε την ασίστ από μένα, ντίλι ντίλι ντίλι.

Από εδώ (αφού το χω έτοιμο, μην διασπαθίζουμε πόρους τώρα):

«Το παοκοσύνθημα τα σπάει το χω ξαναπεί κι αλλού, τί τα σπάει, τα σμπαραλιάζει, τί τα σμπαραλιάζει, τους γάμησε τα μάτια χαχαχαχ»

Ρασοφόρος βυζαντινός δήμιος γαμάει τα μάτια βούλγαρου αιχμαλώτου, μετά τη μάχη στο Κλειδί, 1014.  (από johnblack, 21/07/09)I fuck, you fuck, we all fuck for eye fuck (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified