Παραστατική έκφρασις, σημαίνουσα συναγερμόν προς εσπευσμένην αφόδευσιν ένεκα αχαλινώτου κουράδος, ήτις έχει ήδη (φευ!) ανατείλει ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Όπως λένε και για την οδοντόπαστα (και όχι μόνο), όση βγει-μέσα δεν ξαναμπαίνει!
Η προπετής λοιπόν κουράς, φυτρώνει εξ αίφνης ωσάν ουρά εις τον απηυθυσμένον του δυστήνου χέστου, συνήθως εις ώρας και τόπους ακαταλλήλους π.χ. κατά την διάρκειαν κρισίμου επαγγελματικής συνεντεύξεως, σε θερινήν επιθεώρησιν ναυάρχου (βλ. και σχετικές κατάρες: Που να χεστείς σε ίντερβιου / σε παρέλαση και να' ναι καλοκαίρι και να φοράς άσπρα, σε οικτρό μποτιλιάρισμα, απολογούμενος σε δικαστήριο για κακούργημα, γνωρίζοντας σε πάρτι φίλου το κορίτσι των ονείρων σου που είναι έτοιμο να φύγει για Ανταρκτική, πέφτοντας με αλεξίπτωτο. κτλ..)
Συχνότατα, η μουσούδα της εν λόγω κυρίας, ξεπροβάλλει ανεπιστρεπτί κατόπιν αστοχάστου πορδής. Ήτοι όταν τις πέρδεται υπαιτίως αλλά και εσφαλμένως, είτε χρονικώς (άκαιρα) ή τροπικώς (βεβιασμένα), συσπάται το κωλάντερόν του και διακινδυνεύει εν γνώσει του ένα σκατουλάκι χωρίς συμμαζεμό.
Ας ενθυμηθώμεν κανα-δυο σχετικά ανέκδοτα:
[i]1. Πρέπει (λέει) στην τάξη του Τοτού να σχηματίσουν οι μαθητές προτάσεις με την (καινούρια) λέξη που μάθανε: «οπωσδήποτε».
Διαβάζει η Αννούλα: «Αν διαβάσω τα μαθήματά μου, τότε οπωσδήποτε θα λάβω καλούς βαθμούς». Μπράβο Αννούλα. Διαβάζει ο Γιωργάκης: «Το καλοκαίρι που θα βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί, εκείνος θα μου πάρει οπωσδήποτε ποδήλατο». Μπράβο Γιωργάκη.
Λέει ο Τοτός:
- Κυρία-κυρία! Έχει μάζα η κλανιά;
- Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
- Βρε, έχει ή δεν έχει;
- Τέλος πάντων, όχι…
- Ε, τότε «οπωσδήποτε» χέστηκα!
- Είναι δυο κατάδικοι στο ίδιο κελί της φυλακής και θέλουνε να παίξουνε. Τι να παίξουνε, ζάρια απαγορεύονται, κρυφτό-κυνηγητό δε γίνεται (το κελί είναι 3x3), θα παίξουμε (λέει) τριανταμία με τις πορδές. Όποιος φτάσει πρώτος ή κοντινότερα στις τριανταμία κερδίζει. Αρχίζει ο ένας και τραβάει κάτι γενναιόδωρες πορδές, αλλά στις 27 ξεμένει από καύσιμο. Ο άλλος σφίγγεται και τραβάει μια, δυο, δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι, εικοσιμία και του φεύγει ένα κουραδάκι… Περιχαρής φωνάζει: Κέρδισα! Εικοσιμία κι η φιγούρα - τριανταμία![/i]
Λένε ότι στο φαΐ, στο γαμήσι και στο χέσιμο δεν χρειάζεται βιασύνη. Συμφωνώ. Πλην όμως, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία (και οι φορείς), ώστε να τοποθετηθούν απανταχού εις την επικράτειαν και δη εις πλείστα κεντρικά σημεία, δωρεάν αξιοπρεπείς και καθαραί βεσπασιαναί προς ανακούφισιν των ατυχών συμπολιτών ημών, ώστε να αποφεύγονται αι κακοτοπιαί.
Δει δη αποπάτων ώ άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτων, ουδέν εστί γένεσθαι των δεόντων.
Συνώνυμα: Γιομάτο κλανίδι, φορτωμένη/καργαρισμένη πορδή, τορπίλλα, κουφέτο, μου φύγανε/είπανε του παλαβού να κλάσει κι αυτός χέστηκε (παροιμία) κλπ.
Ιταλιστί: Scoreggia vestita (“επενδεδυμένον κλανίδιον”)
- Αργείς;
- Μια στιγμή να κατουρήσω…
- Τελείωνε! Δεν προλαβαίνω, έχει σκάσει μύτη!