Further tags

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε για το τραπέζι που πάνω κάποιοι παίζουν πόκα, και πιο συγκεκριμένα για αυτούς τους κάποιους.

Η περίπτωση που συνήθως γίνεται η ερώτηση είναι η ακόλουθη. Στο τελευταίο ποντάρισμα ενός παιχνιδιού, κι ενώ οι υπόλοιποι έχουν πάει πάσο, γίνεται μια μεγάλη ρελάνς, ή ένας από τους δύο ποντάρει πολύ μεγάλο ποσό. Ο άλλος παίκτης συνήθως ζητάει δικαίωμα να σκεφτεί. Είτε λόγω πονοκεφάλου (βάλτε τσιγαρίλα συν κούραση), είτε για άλλους λόγους, μπορεί να ανοίξει τα χαρτιά του κάτω για να σκεφτεί πιο καλά και να δει πιο καθαρά από τι φύλλο χάνει. Ή και να σιγουρευτεί για το φύλλο του. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο τελευταίο ποντάρισμα. Ο παίκτης κάνει την ερώτηση «το τραπέζι μιλάει;», ουσιαστικά παίρνοντας άδεια από τον αντίπαλο, για να συμβουλευθεί κάποιον (από τους παίκτες που έχουν πάει πάσο). Βέβαια η συμβουλή αφοράει μόνο το φύλλο αυτού που ρωτάει και σίγουρα όχι οποιαδήποτε εικασία για το τι μπορεί να έχει ο άλλος που πόνταρε τα πολλά λεφτά ή αν ο άλλος μπλοφάρει.

Η ερώτηση έχει νόημα διότι είναι λίγο unfair. Αλλά επαναλαμβάνω δικαιολογείται, γιατί κάποιες φορές, ιδίως μετά από ώρες παιχνίδι, ή σε καινούρια κόλπα, είναι λογικό κάποιος να το ζητήσει. Επίσης κάποιος που ζητάει να μιλήσει το τραπέζι δεν μπορεί μετά να ανεβάσει το ποσό, μπορεί μόνο να πάει μέσα, να ακολουθήσει το ποντάρισμα. Σε περιπτώσεις που στο καρέ υπάρχουν καινούργια πρόσωπα, το τραπέζι είθισται να «μιλάει».

Εκτός πόκας, η έκφραση κάποιες φορές χρησιμοποιείται, συνήθως από τρίτους, κατά την διάρκεια κάποιας διαμάχης μεταξύ φίλων. Συνήθως σε σοβαρά θέματα που ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεξήγησης από τους δύο εμπλεκόμενους. Επίσης είναι κλασική ατάκα που ξεφεύγει από ποκαδόρους!

α' φίλος: Είσαι μεγάλος παπάρας και φίδι κολοβό. Τι φοβήθηκες ρε μαλάκα και μου την βγήκες έτσι; Ότι θα σου φάω τα λεφτά;
β' φίλος: Ας μην δανειζόσουν αν δεν μπορούσες. Εγώ ήμουν πρόθυμος, εφόσον είχες ανάγκη να σ' τα δανείσω. Αλλά μπορούσες να ήσουν πιο ντεκλαρέ. Να μου έλεγες ότι θα σ' τα αργήσω, όχι να μη σηκώνεις τα τηλέφωνα. Τα πήρα κι εγώ, για αυτό το ανέφερα μπροστά σε τρίτους.
γ' φίλος: Αφενός ηρεμήστε. Αφεδύο, το τραπέζι μιλάει;

(από electron, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βραχυκυκλώνει κι αδυνατεί να λειτουργήσει.

Ο όρος προέρχεται από τα φλιπεράκια τα οποία όταν τα κλωτσάς ή τα μετακινείς απότομα τίθενται εκτός λειτουργίας αναγράφοντας στην οθόνη «τιλτ».

- Καλά μιλάμε το άτομο δεν έγραψε τίποτα στο διαγώνισμα! Με το που είδε τα θέματα βάρεσε τιλτ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια ταβλαδόρικη κουβέντα. Το λες στον αντίπαλο τυπικά όταν έχει μείνει πίσω όσο εσύ αρχίζεις να μαζεύεις. Υποτίθεται ότι πάει αργά και βάδην κι ένα ποδηλατάκι θα τον βοηθούσε να επιταχύνει. Ή ότι του έχουμε κάνει την ζωή ποδήλατο. Η φράση είναι επίκαιρη λόγω και της δέσμευσης του G.A.P. να ανοίξει ποδηλατόδρομους.

Πηγή: Vikar.

— Μία δύο τρεις. Πλακ (σ.ς.: ήχος τέταρτου πουλιού που σκάει στην επιφάνεια του ταβλιού) κι ο χατζηπετρής. Ποδήλατο ξέρεις;
%&^%&*()$#.

(από Khan, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει την αποτυχία της αγοράς.

  1. Πόσα ατού παίζεις, ρε μαλάκα; Μέσα είμαι!

  2. Πώς μπήκαμε μέσα, ρε συ; Τέσσερα ατού και δυο άσους είχα...

  3. Την έμπηξες μέσα την αγορά, παίζω και τα σπαθιά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το κακό παίξιμο με το οποίο δίνουμε στον αγοραστή (τζογαδόρο) μπάζα που δεν την είχε σίγουρη, π.χ. στην πρέφα, αν παίξουμε με τον τζογαδόρο στην άκρη ένα λιμό και αυτός κρατάει Άσσο και ντάμα, «βάζουμε στη μέση» τον συμπαίκτη μας που πιθανόν κρατάει δίφυλλο ή τρίφυλλο ρήγα -και δίνουμε μπάζα στον αγοραστή.

Στο ξερό σου παίζεις, ρε συ; Τού' βγαλες το μάτι!

Να 'σαι καλά ρε άσχετε, μού' βγαλες μάτι.

Καλά ρε μαλάκα, γιατί δεν πιάνεις με τον ρήγα; Αναγκάζομαι να πιάσω τώρα με τον άσσο και αποκλείομαι στα σπαθιά, οπότε του βγάζω μάτι. Τι να σου πω...

Αν παίξω τον άσσο τού βγάζω μάτι, αν παίξω το σπαθί σε βάζω στη μέση, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...

Βγήκε Μάτι (από panos1962, 28/10/09)Moshe Dayan (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι τα πράγματα ήταν σκατά αλλά έγιναν χειρότερα.

Παίζουμε μπουρλότο, έχουμε αγοράσει σπαθιά, μας έχουν τσακίσει τον ξερό μας άσο και, μόλις συνειδητοποιήσαμε ότι ο αντίπαλος παίζει τέσσερα σπαθιά. Δηλώνουμε, δικαίως, στο συμπαίκτη μας:

-Αμάν μας γαμάν!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται κυρίως στο χαρτοπαίγνιο, αλλά όχι μόνο. Σημαίνει αυτόν που κάθεται άπραγος πολύ ώρα, όχι επειδή δεν έχει τι να κάνει, αλλά επειδή δεν βοηθάει το φύλλο, ή κάποιοι τον έχουν ξεχάσει στην αναμονή κλπ.

Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι γνωστή, αλλά εικάζω ότι είναι η προφανής. Φυσικά το λέμε καθήμενοι, καθώς το να πεις περιμένοντας δυο ώρες στην ουρά στην πολεοδομία: «Εγώ φεύγω. Δυο ώρες τώρα ζεσταίνω καρέκλα» θα ερμηνευθεί από τους συμπάσχοντες ως φυρομυαλιά ή γενικότερη βλάβη.

  1. Τι θα γίνει ρε σεις, μοιράστε κανα κωλόφυλο, δυο ώρες ζεσταίνω καρέκλα!

  2. - Παίζεις άλλο;
    - Μπα, βαρέθηκα, σήμερα ζεσταίνω καρέκλα.

  3. - Πώς πήγε χθες στο μπριτζ;
    - Άσ' τα, καρέκλες ζεσταίναμε με τον Ηλία. Πέσαμε κατηγορία να φανταστείς!

(από panos1962, 31/10/09)Καρέκλα "θερμαινόμενη" (από panos1962, 31/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση του τζόγου, που σημαίνει ότι το μηχάνημα αποδίδει κέρδη (φρουτάκια) ή κέρματα (κουλοχέρης).

Ως γνωστόν, τα μηχανήματα είναι τίγκα στο τάληρο, γιασάν στα κορόιδα που τα ταΐζουνε κι ας ξέρουν ότι είναι «μουλαρισμένα» απ' τα μπετά (στην καλύτερη είναι 70-30 υπέρ του μαγαζιού και στα καζίνα συνήθως 90-10)!

Εννοείται ότι οι εθισμένοι παίκτες γνωρίζουν σε ποιον αριθμό πάνω-κάτω θα φέρει τζακ-ποτ και γι’ αυτό ξημεροβραδιάζονται δίπλα στο μπλιμπλίκι, άλλοτε παροτρύνοντας (είναι μακριά το νούμερο και θέλει κι άλλο τάισμα) κι άλλοτε διώχνοντας (είναι κοντά) άλλον υποψήφιο παίκτη, όταν δεν παίζουν οι ίδιοι.

Οι καβγάδες δεν λείπουν είτε μεταξύ παικτών είτε με τον μαγαζάτορα λόγω υποψίας υπερμέτρου κωλοπειράγματος (δεν συνιστάται καθ’ όσον είναι συνήθως [αρκουδόμαγκας], χωμένος σε πολλά και η διαμάχη θα καταλήξει σε φρουτόκρεμα)...

Εννοείται πως το μηχάνημα μηδενίζεται άπαξ ημερησίως (όταν κλείσει το μαγαζί), με μια σεμνή ιεροτελεστία: ο μαγαζής βγάζει το καλώδιο απ’ τη μπρίζα.

Έχω υπ’ όψη μου σκηνικό σε φρουτάδικο στην Βασιλίσσης Όλγας της Σαλονίκης, όπου η άπειρη γκαρσόνα τράβηξε (σκουπίζοντας για κλείσιμο) τις μπρίζες κι έγινε disputandum!

Τα κεντρικά φρουτάδικα, έχουν υψηλό δείκτη προστασίας, για να μην καούν από την αστυνομία, αλλά και οι πολιτικοί μας δεν είναι άμοιροι ευθυνών (και κερδών) στις παράνομες δραστηριότητες, ανεξαρτήτως κομματικού προσήμου.

Προ πεντηκονταετίας, ο ηθικότατος βασιλόφρων Πιπινέλης (κος «Πίπης»), ήταν ο ιδιοκτήτης του συγκροτήματος μπουρδέλων στα Βούρλα του Πειραιά. Κάποιος άσημος βουλευτής Αχαΐας έγινε γνωστός στο πανελλήνιο προ ολίγων ετών, διότι βγήκε βρώμα ότι συνεργάζονταν με την κεφαλλονίτικη μαφία, που διαχειρίζονταν το τζόγο στην Πάτρα. Αφού δήλωσε καμιά πενηνταριά φορές με καμάρι ότι ανήκει στο «παλιό ΠΑΣΟΚ» (=είμαι πάλιουρας αγωνιστής), κατέληξε στο ΛΑΟΣ. Δεν είναι τυχαίο, ότι στη Ν.Ε.Ο. Πατρών-Αθηνών, προ της εισόδου στην Πάτρα υφίσταται τεραστίων διαστάσεων αγορά οπωροκηπευτικών με τίτλο «[μοδ-σημείωση: σταναχωρέσαμε τον ιδιοκτήτη της τεραστίων διαστάσεων αγοράς, μη σταναχωριέστε κύριε το σβήσαμε το όνομά σας]»...

- Χρήστο! Βάλε ένα ουίσκυ με ελιά!
- Κλείνουμε κυρ-Βασίλη! Έχουμε και σπίτια...
- Μην ξηγιέσαι έτσι! 2 είν’ ακόμα αφού! Ένα ουισκάκι πατ-κιουτ και φύγαμε! Το βλέπω, θα ξεράσει τώρα!
- Καλάααααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified