Άδεια λόγια χωρίς νόημα. Από την εικόνα του γουδιού που χτυπάει κανείς ενώ είναι άδειο.
- Αυτόν βρήκες να πιστέψεις; Αέρας κοπανιστός είναι ρε!
- Τι εννοείς; Μένει στο Γουδή;
Άδεια λόγια χωρίς νόημα. Από την εικόνα του γουδιού που χτυπάει κανείς ενώ είναι άδειο.
- Αυτόν βρήκες να πιστέψεις; Αέρας κοπανιστός είναι ρε!
- Τι εννοείς; Μένει στο Γουδή;
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν πιάνει τον άλλο ακατάσχετη φλυαρία. Από το ότι η κατανάλωση του φυτού της γλυστρίδας προκαλεί διάρροια, που συνοδεύεται από χαρακτηριστικούς ήχους προς τους οποίους παρομοιάζεται η κουβέντα του φλύαρου.
- Μα καλά γλυστρίδα έφαγες;
- Ρε σύ τώρα που το λες, άραγε να έχει δει ποτέ κανείς πράγματι γλυστρίδα;
Got a better definition? Add it!
Σφυρίζω:
α. αδιάφορα
β. μάγκικα
γ. ανυπόμονα
δ. με υπονοούμενο.
Το ακατάσχετο μπίρι-μπίρι περί ανέμων και υδάτων.
Το χαζοχαρούμενο άτομο ή αυτός που κάνει τον γερμανό ή ο άκυρος, ο απάλευτος.
Ο επιπόλαιος, ο ό,τι νά 'ναι.
Συνώνυμο του χελόου!, του κουκουρούκου κλπ.
Οι υπεκφυγές και οι δικαιολογίες.
Συνώνυμο του και ταλιμπάν, και τα ρέστα παγωτά.
Παμπάλαια έκφραση, μιας και υπήρξε επιθεώρηση του 1925 (Αντώνης Βώττης και Γρηγόρης Κωνσταντινίδης) με αυτόν τον τίτλο (ο Χότζας θα το θυμάται), βλ. εδώ.
Βλ. και φιρουλί φιρουλό, το οποίο προήλθε από το φιρουλί φιρουλά, κι έτσι απαντάμε και στην απορία του γράφοντα.
α. απαξιώ να δώσω οποιαδήποτε άλλη απάντηση !!! φιρουλί φιρουλά (<--- αδιάφορο σφύριγμα αλά ντόναλντ ντακ !!!)
(από το νέτι)
β. Ένα χαμίνι άρχιζε να σφυρίζει:
φιρουλί φιρουλά έχασες την ευκαιρία κυρά,
φιρουλί φιρουλό δεν μπορείς να βρεί γαμπρό,
φιρουλί φιρουλέ πού’ναι η προίκα σου καλέ,
φιρουλό φιρουλί τα ξόδεψες σε πατσουλί,
φιρουλί φιρουλάκι δώσε πίσω το τζιπάκι,
φιρουλί φιρουλάκι θα είσαι ένα ζητιανάκι,
φιρουλί φιρουλί πάνε όλοι οι γαμπροί…
(από το νέτι)
γ. Γιατί το ξενοδοχείο έχει έναν όροφο που έχει μετατρέψει σε σαλόνι και έχει δωρεάν καφέδες. Και ποτά. Και snack. Ούτε ένας στο μηχάνημα του καφέ, υπέροχα. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Επ! Επ! Ινδός με αθλητικό τρεξίματος, jean και ΜΑΥΡΗ ΦΟΥΝΤΩΤΗ ΓΟΥΝΑ ΓΙΑ ΠΑΛΤΟ απλώνει το δάχτυλο με το χρυσό δαχτυλίδι στο αριστερό χέρι, τεντώνει το μουστάκι ταβανόβουρτσα και ρωτάει πόσο κάνει το κρασί. (Δεύτερος expresso στην ίδια κούπα, η εμπειρία του Ινδού δεν γίνεται να χαθεί. Press: Expresso. Αναμονή. Φιρουλί, φιρουλά. Είμαι ένας αθώος τουρίστας, φιρουλί φιρουλά, περιμένω τον expresso μου, φιρουλί φιρουλά, φιρουλί φιρουλά).
(από το νέτι)
- Πώς πήγε το συνέδριο;
- Όλο φιρουλί φιρουλά και τελικά τίποτα. Μια από τα γίδια.
είσαι στη δουλειά...χτυπάει το τηλέφωνο και σε φωνάζει ο προιστάμενος....πάς και σου λέει ότι να από δω η μαίρη..η κοπέλα που θα σε αντικαταστήσει....δείξτης μερικά πράγματα....οκ την παίρνεις και της δείχνεις δύο μέρες και αυτή είναι φιρουλί φιρουλα...τέρμα άχρηστη....και μαθαίνεις ότι την παίρνει κι ο προιστάμενος...τα παίρνεις και της την λές με τον γυναικείο τρόπο σου και αυτή βάζει λόγια σ αυτόν κι αυτός σε πιέζει με διάφουρος τρόπους εργασιακά κι αυτή φιρουλί φιρουλά κι εσύ κόλαση και ειρωνία....η ερώτηση θάρρους είναι τί θα του έκανες τις επόμενες 5 μέρες...;;;
(από το νέτι)
Η «φιρουλί-φιρουλά» ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ περί της τήρησης του δημοσιογραφικού απορρήτου, δεν αποτελεί και άποψη ΟΛΩΝ των δημοσιογράφων
(από το νέτι)
Τραλαρό, τραλαρί… :)
Όπως και να το κάνουμε πάντα κάνει καλό να ακούμε εγκώμια για το πρόσωπό μας, πόσο μάλλον όταν αυτά γίνονται στο χώρο της δουλειάς. Έτσι δεν είναι;
Φιρουλί, φιρουλά… :)
Καλό Σαββατοκύριακο…
Και μη μου λες παπαριές και φιρουλί φιρουλά, περιμένω μια σοβαρή απάντηση και θα την έχω!
Got a better definition? Add it!
Η συγκεκριμένη καραβάνα δεν έχει καμία σχέση με τη στρατιωτική καραβάνα.
Ο όρος μας έρχεται από τη βυζαντινή εποχή, όπου τότε καραβάνα σήμαινε καραβάνι ομάδας εμπόρων και προσκυνητών με κοινό προορισμό. Οι ταξιδιώτες συνταξίδευαν για ασφάλεια μαζί με καμήλες, γαϊδούρια, κλπ.
Τα ταξίδια αυτά ήταν πολυήμερα και κουραστικά και έτσι, για να μη σαλτάρουν και πλήξουν οι άνθρωποι, μιλούσαν συνεχώς, περί ανέμων και υδάτων.
Οταν αναφέρουμε τον όρο, αναφερομαστε σε αναξιόπιστα λόγια, σε λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, σε ανοησίες, αερολογίες, μπαρούφες.
Δες και ό,τι να 'ναι.
Got a better definition? Add it!