Όταν συμπληρώνετα από την φράση «στ' αρχίδια μου σαμπάνιες» δημιουργεί την ίδια εντύπωση αδιαφορίας με μεγαλύτερη όμως «ποιητική» δράση (θυμίζοντας τις αθάνατες ελληνικές βραδιές στα σκυλάδικα)!

-Ρε μαν, πάρε τη Ράνια τηλέφωνο μην σε χέσει!
-Στον πούτσο μου λουλούδια, στ' αρχίδια μου σαμπάνιες.

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκφράζει συνωστισμό, κοσμοσυρροή, κατάσταση στην οποία «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα».

Συνώνυμες εκφράσεις:

Ιστορικές σημειώσεις:

Λέγεται ότι προπολεμικά αλλά και λίγο αργότερα, όταν αγκυροβολούσε τότε στον όρμο του Φαλήρου ο συμμαχικός στόλος, οι ιερόδουλες της εποχής συνωστίζονταν στη μεγάλη μεταλλική εξέδρα που υπήρχε τότε στη παραλία του Νέου Φαλήρου και μάλιστα στα κάγκελα της δεξιάς πλευράς (προς τον εξερχόμενο) που έβλεπαν προς την Ακρόπολη στα οποία και ανέμεναν τους επίδοξους πελάτες τους. Όταν όμως δεν υπήρχε ο στόλος τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς απέτρεπαν την οποιαδήποτε παραμονή εκεί χαρακτηρίζοντας το χώρο ως «της πουτάνας το κάγκελο». (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Άλλα:

Πρόσφατα βρέθηκε (βλ. εικόνα).

- Πήγες Μέιντεν τελικά;
- Ναι φίλε, έχασες που δεν ήρθες!
- Κόσμο είχε, ή βαράγατε μύγες;
- Της πουτάνας το κάγκελο! Χαμός σου λέω!

(από yabihten, 13/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!

Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..

Got a better definition? Add it!

Published

Χαώδης κατάσταση, με αλλοπρόσαλλα στοιχεία και ανομοιογενές πλήθος, κυρίως θηλυκού χαρακτήρα (σχ. αρσ.: πουτσοπανήγυρος).

- Τι μου πε ο Μήτσος ρε; Κόλαση στο μαγαζί το Σάββατο;; Γκόμενες γυμνές, βυζί χύμα και τέτοια; - Άστα ψηλέ! Του μουνιού το πανηγύρι!! Οι γκόμενες έχουν ξεφύγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.

Σχετικά: πίπα-κώλο

-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.

Συνώνυμα:

  • την κουνάω την αχλαδιά
  • το ρουφάω το κανελόνι
  • το γυαλίζω το φινιστρίνι
  • τη μαδάω τη μαργαρίτα
  • το ψήνω το τσουρέκι
  • το κρεμώνω το γαλακτομπούρεκο
  • το φυσάω το αχνιστό
  • τον βάζω τον σύρτη
  • το σαλιώνω το πασαλάκι
  • τον πασπαλίζω τον κουραμπιέ
  • την ξεφλουδίζω τη μπανάνα
  • την ανοίγω την πίσω πόρτα
  • το ρουφάω το γλυφιτζούρι
  • το μαζεύω το σαπούνι
  • τον φτύνω τον ταραμά
  • το πιπιλίζω το καλαμάκι
  • το καταπίνω το κουκούτσι
  • το μαστιγώνω το δελφίνι
  • το ζυμώνω το μπιφτέκι
  • τον απλώνω τον τραχανά
  • το πελεκίζω το εξκάλιμπερ
  • τη χαλαρώνω τη βαλβίδα
  • το σηκώνω το σακάκι
  • το τρίβω το πιπέρι
  • το σφίγγω το μπουλόνι
  • το πνίγω το κουνέλι
  • το καβουρδίζω το φυστίκι
  • το στρώνω το σεντόνι
  • το κανελώνω το ρυζόγαλο
  • τη σουρώνω την ψαρόσουπα
  • το μελώνω το παστέλι
  • την τινάζω την βερικοκιά
  • το πάω το γράμμα
  • τις μαζεύω τις ελιές
  • το γρασάρω το ρουλεμάν
  • τη γυρνάω τη μπετονιέρα
  • το μαζεύω το λάστιχο
  • τη ματσακονιάζω τη βάρκα
  • το σφουγγαρίζω το κατάστρωμα
  • τον τσουρουφλίζω τον αστακό
  • την κυνηγάω την πέρδικα
  • τον στρίβω τον ντολμά
  • την κουνάω την καμπάνα
  • το δαγκώνω το αντίδωρο
  • το σηκώνω το ράσο
  • την καταπίνω την κοινωνία
  • την κρατάω την τιάρα
  • το ψέλνω το ευαγγέλιο
  • το ευλογάω το γένι

- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.

— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...

Δες και βάφει ταβάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.

- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...

θα καώ στο εξώτερο πυρ μ\'αυτά τα μύδια!! (από BuBis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.

Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!

Μουνί capello (από panos1962, 06/11/09)(από Khan, 16/01/14)

Δες και καπέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified