Άρνηση με τόνο περιφρόνησης. Το όνομα «Λάκης» διατηρείται ανεξαρτήτως του προσώπου που απευθυνόμαστε.

Μπορεί να συνοδευτεί με μικρό γέρσιμο του κεφαλιού προς τα εμπρός για να δείξει επιθετικότητα!

- Με πήρε η γκόμενα μου από Αυστραλία και μου είπε να την πάρω εγώ πίσω. Μου δίνεις μία το κινητό σου;
- Τσου ρε Λάκη!

(από stathisbsg, 02/02/10)(από Khan, 01/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρες, μάρες, κουκουνάρες, κοινώς όταν η κατάσταση είναι μπαχαλότερη του μπαχάλου, όταν οι ασυναρτησίες πάνε σύννεφο και γενικώς χρησιμοποιούμε την έκφραση όταν θέλουμε να εκφράσουμε τα... ανέκφραστα.

Τον είχα βάλει κάτω και τον ρωτούσα ποιο ήταν το γκομενάκι που τον τσίλιαραν μαζί τις προάλλες και άρχισε να μου λέει, να μου λέει, στο τέλος ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι μού' λεγε, τσουλουμουτζουκούμ τσιτσιρή η κατάσταση παίδες... το πήρα απόφαση, θα τον στείλω στην μάνα του!

Επίσης δες και σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.

-Πωπω ρε φίλε, αυτό το δίωρο έκθεσης με σκοτώνει.
-Μεγάλο τσουρέκι ρε συ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.

Βλ. μήδι 1. αατα.

(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας το λένε όταν, παρόλο που ξέρουμε κάποιον απ' έξω κι ανακατωτά (κυρίως επειδή τον ξέρουμε πολλά χρόνια), του λέμε / κάνουμε κάτι τόσο διάφωνο με τον χαρακτήρα του, τις ιδέες του, τη συμπεριφορά του κλπ. λες και τον περνάμε για κάποιον άλλον.

  1. - Ξεκόλλα ρε συ, τά 'πες μια, τά 'πες δυο, σώνει!
    - Μα του εξηγώ τόσες ώρες και δεν νιώθει!
    - Τι να νιώσει ρε μαλάκα, αφού το άτομο είναι αλλού, τώρα τον γνώρισες;

  2. - Αγάπη μου, σου έχω ένα δώρο.
    (η αγάπη το ανοίγει και φρικάρει):
    - Ρε Στέλιο, αφού δεν φοράω κοσμήματα... τι το πήρες αυτό;
    - Μα νόμιζα...
    - Τι νόμιζες... Τώρα με γνώρισες;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Περισσότερο αμπελοφιλοσοφική (ή ραντομ σάιενς) παρά σλανγκική φράση, η οποία όμως χρησιμοποιείται κατά κανόνα μετά από ορυμαγδό σαχλαμάρας ως επιχείρημα - σύνοψη - κατακλείδα της όλης συζήτησης. Και τι κατάληξη για μια συζήτηση! Να μπορείς να προσδιορίσεις το σύνολο της ανθρωπότητας με βάση 2 και μόνο κατηγορίες...τέτοια εποπτεία!...

Αν ψάξετε τα λόγια μεγάλων ανδρών ή αλλιώς quotes, θα δείτε ότι σχεδόν κάθε μεγάλος άνδρας χώρισε τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες. Τη δόξα των μεγάλων ανδρών έχουν ζηλέψει χιλιάδες ακάματοι εργάτες της εξυπνάδας και του ό,τι νά 'ναι...

- Κοίταξε δικέ μου, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που τους δίνεις την ευκαιρία και την αρπάζουν από τα μαλλιά , κι αυτοί που τους δίνεις ευκαιρίες και....
- Κοίταξε δικέ μου, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων και αυτοί που δε λένε τέτοιες μαλακίες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανούσιος, πλην απαραίτητος και ενίοτε διασκεδαστικός, πρόλογος.

Προέρχεται προφανώς από την θεματολογία των σχετικών ταινιών, όπου φερέλπιδες σεναριογράφοι επιθυμούν να δώσουν μια επίφαση καθημερινότητας σε αυτό που θα ακολουθήσει.

Η υπόθεση σε τσόντα έχει αναδειχθεί στην πλέον αφαιρετική και αισθητικά πλήρη μορφή της από τον μαιτρ του είδους, Γκουσγκούνη.

Ντριν, ντριν!
- Ναι;
- Δημητράκη, εσύ είσαι; Ο κυρ Κώστας, είμαι ο διαχειριστής.
- Ναι, κυρ Κώστα.
- Η μαμά τι κάνει, καλά είναι;
- Καλά είναι κυρ Κώστα, μαγειρεύει μέσα (αρχίσαμε τώρα την υπόθεση σε τσόντα)
- Α, μπράβο, να της δώσεις χαιρετίσματα. Κοίτα Δημητράκη, πες τον μπαμπά σου, ότι πήρα για το μαζούτ.....

Ήρθα για το μαζουτ... (από Vrastaman, 07/11/08)(από Khan, 25/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός ορισμός για κάποιον, ή λίγο πριν το κλωτσομπουνίδι σε καβγά. Σημαίνει «προσπάθησε να μην εκνευριστείς με τον μαλάκα» ή «κοίτα τον μαλάκα!».

Αυτό όμως προϊδεάζει τον ακούοντα ότι ο λέγοντας χαρακτηρίζει κάποιον (τον ταμπελιάζει μαθές) και ΨΙΛΟσυφιλιάζει τον ακούοντα, διότι δεν του δίνει την δυνατότητα να «φάει» τον μαλάκα από μόνος του και κατ' επέκταση να κρίνει αφεαυτού τον μαλάκα.

- Για κοίτα στην τηλεόρασή, ο/η (βάλτε όποιον θέλετε διότι όσοι βγαίνουν στο γυαλί) ... - Ναι, για κοίτα, ΦΑΤΕ ΕΝΑ ΜΑΛΑΚΑ ΡΕ!

Βλέπε και τρώω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προτροπή απευθύνεται σε κάποιον που, παραβιάζοντας την εντολή μίλα με κώλους, ν' ακούσεις πορδές, εμπλέκεται σε φραστικές διενέξεις με εγνωσμένα θεοπάλαβο, με τον τρελό του χωριού.

Η παρέα με ντεμέκ συμφιλιωτική διάθεση, προς τον φίλο που διαφωνεί φιλονικώντας και προσπαθεί μάταια να πείσει τον τρελό, άστεγο, ζητιάνο της πόλης.
- Άντε τώρα, φιληθείτε στόμα με κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίλε έγινε φίλος. Και προσφάτως, κανά δυο χρόνια, έγινε φίλο. Συνήθως ακούγεται στη καγκουροσλάνγκ.

-Τι έγινε φίλο;
-Ας τα να πάνε, σκατά...

-Εεεεεεε, φίλο, που χάθηκες;
-Εγώ ή εσύ ρε φίλο; Κάτσε να τα πούμε.
-Εχω δουλειά ρε φίλο. Αλλη ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published