Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.
- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Η χοντρή γυναίκα, γενικώς.
Συνώνυμα: τόφι, κωλαρού, πατόζα, μπουρέκλα, φακλάνα.
-“Ω θεοί ...”
-“Μποθρώνα!”
εδώ
Λέγεται και για αγόρια (παράδειγμα 5).
Got a better definition? Add it!
Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).
Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Έτσι λέμε την πολύ χοντρή γυναίκα που, το μόνο που μπορεί να επιδείξει σαν κάτι ωραίο πάνω της, είναι το πλούσιο στήθος της, το οποίο και φροντίζει να το δείχνει συχνά.
- Καλά ρε, θυμάσαι την Ελπίδα από το δημοτικό;
- Ναι ωραίο νιμού ήταν.
- Ε τώρα έχει γίνει μπάλα με βυζιά!
- Πάχυνε και αυτή;;;
Βλ. επίσης βυζανάδειξη.
Got a better definition? Add it!