Further tags

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε το γαμάτο, υπέροχο, που γαμεί μανούλες και τέτοια. Επίσης χρησιμοποιείται και για τις σέξι και όμορφες γυναίκες.

  1. - Πω μαλάκα, δες μηχανή. Kawasaki Zephyr μονταρισμένο στα 1300cc.
    - Μιλάμε για το απόλυτο τούμπανο.

  2. - Πω πω, τι τούμπανο είσαι εσύ μωρό μου!
    - Άει στο διάολο, βλαμμένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.

Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!

(από allivegp, 11/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που γενικά θυμίζει το μόριο του άντρα σε μορφή, συμπεριφορά ή συνήθειες.

- Στ' αρχίδια μου!
- Πουλιλόμορφος είσαι, τι θα έλεγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει σκυλόφατσα και μοιάζει εντελώς καμμένη/κατεστραμμένη. Πολλές φορές η εν λόγω γκόμενα έχει επιπλέον μπάσα φωνή ή/και μιλάει σαν νταλικέρης.

Παρόλα αυτά τα σκυλιά μπορεί να έχουν ωραίο σώμα, οπότε η πλειοψηφία των ανδρών είναι (όπως πάντα) έτοιμη να παραβλέψει τα ανωτέρω γαβγιστερά χαρακτηριστικά και να ρίξει έναν πούτσο αν του κάτσει κανένα...

  1. (Μιλάει η γκόμενα, με βραχνή μπάσα φωνή, περιγράφωντας κάποιον από το μαγαζί που της αρέσει σε μια φίλη της...)
    - Τι μουνί είναι αυτό ρε;!
    - Σιγά, θα μας πάρουνε χαμπάρι!
    - Στο μπούτσο μου ρε μαλάκα, αφού εγώ τον γουστάρω!

(Σχόλια παρευρισκόμενων ανδρών)

- Ω ρε ένα κοπρόσκυλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός άβγαλτος, που γυρίζει μόνος ή με ομοϊδεάτες σε μέρη με κόσμο και κοιτάζει λιγωμένα τις όμορφες γυναίκες. Κατά κανόνα είναι δειλός και δεν εκδηλώνεται προς το άλλο φύλο. Χωρίς να ενοχλεί, πλην του αδιάκριτου βλέμματός του, χλευάζεται συνήθως από τους άλλους άνδρες.

- Δες τον καβλάμπουρα πως ξερογλείφεται για την Ποπίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!

- Δες ρε την κλανόσκονη που μ' έφτυσε δυο μέτρα άντρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)

Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.

  1. - Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...

  2. - Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...

(από GATZMAN, 12/11/09)Αναρχομούνα ιν λαβ με σταλίνα: - Πάντα ανάρχα ήσουνα κι αγύριστο κεφάλι, - Κοίτα καλέ που έμπλεξα μ\' έναν σταλινικό. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ απλά ένα πέος σε μεγένθυση, πιο μεγάλο πέος !

Είσαι για τον Πέουλα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα. Κοινώς η πατούρα!

- Πω πω αδερφάκι μου, τι αρπαχτοτσιμπούκω ήταν αυτή η μπαργούμαν που είδαμε χθες. Μόνο στο μέτωπο δεν έγραφε ότι θέλει να γαμηθεί ΤΩΡΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified