Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.
- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!
Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.
- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιείται στις γυναικοπαρέες και δηλώνει τον άνδρα με μεγάλο μόριο.
- Είδα τον Τάκη στην παραλία να κάνει μπάνιο γυμνος και πιστεψέ με Μαίρη μου είναι μεγάλος πιτσαράς!
Got a better definition? Add it!
Η πολύ κοντή γκόμενα.
Καλά, τα 'χασα οταν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου... Ήτανε τάπα, πουτσομεζές...
βλ. και ψωλομεζές
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την εξελιγμένη εκδοχή της κοπέλας-κομοδίνο, η οποία πέραν του κατά τας γραφάς πατροπαράδοτου χαρακτηριστικού της ως ιδανικού τόπου εναπόθεσης φιάλης μπύρας κατά τη διάρκεια πεολειχείας σε όρθια στάση ενώ ο σύντροφός της παρακολουθεί ποδόσφαιρο, μπορεί προ της ενάρξεως της πεολειχείας ή κατά τη διάρκεια αυτής να αποσφραγίσει την φιάλη μπύρας απομακρύνοντας το καπάκι αυτής με τα προτεταμένα και χαρακτηριστικά μεγάλα μπροστινά πάνω δόντια της, καθιστώντας την ενασχόληση του ερωτικού της συντρόφου και με αυτήν την κρίσιμη λεπτομέρεια παντελώς περιττή.
- Ρε Μάκη γιατί δεν ήλθες χτες να δούμε τον ΠΑΟΚ στον καφενέ; Δεν τό 'δες το ματς;
- Πώς δεν τό 'δα ρε... Με το Ριτσάκι...
- Καλά ακόμα με αυτό το κομοδινοκούνελο τραβιέσαι;
- Έεε ανάγκης ένεκα... Βολεύει άμα έχει μπάλα στην τηλεόραση αφού...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.
Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ντεκολτέ που φανερώνει πληθωρικό στήθος, το αντίθετο του αβυζαλέου.
Ενώ την είχαμε συνηθίσει με φόρμες και τζιν, στο πάρτι φορούσε ένα φοβερό φόρεμα με σκίσιμο από πίσω κι ένα ντεκολτέ... Βυζούβιος φίλε...
Got a better definition? Add it!
Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )
Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.
Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.
Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία γυναικών που συγκεντρώνει μία χαρακτηριστικών φορ τύπου μπουκαδόρου και ασφαλώς δεν συμπεριλαμβανεται η φαλάκρα του Σαλπιγγίδη. Οι μπουκαδόροι είναι κοπελίτσες μέχρι 1.65 που κερδίζουν εύκολα την κερκίδα (καλές χρυσές γλυκές γουτσου γουτσου) που είναι γυμνασμένες σχετικά γιατί έκαναν από μικρές κάτι (μπαλέτο χορό τέννις)... Συνήθως το μπούστο τους με λίγο κλεραζίλ εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μας αποζημιώνουν με τον κώλο τους που βρίσκεται πάντα σε άριστη κατάσταση. Σήμα κατατεθέν μια διακριτική στρογγυλάδα στη γάμπα που πρέπει να διαχωριστεί απ' την γυναικεία ποντιακή σχεδόν παλαιστή γάμπα.
-Τι ωραία κοπελίτσα ρε μαλάκα; Την άβυζη την τάπα;
-Μπορεί να μην έχει βυζιά, αλλά ο κώλος κατηγορία νανοσεκόντ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατηγορία ωραίων γυναικών (γιατί για τις άσχημες ποιος νοιάζεται) που έχουν μερικά απτά χαρακτηριστικά παραδοσιακών αγγλικών φορ. Η κατηγορία αυτή με άλλα λόγια αναφέρεται σε ψηλά δυνατά παιδιά ανίκητα στο ψηλό παιχνίδι. Ασφαλώς, μια κοπέλα για να χαρακτηριστεί αγγλικό φορ πρέπει να ξεπερνά το 1,73 και να 'ναι περήφανη σαν άτι, να πατά και να τρέμουν τα πεζοδρόμια ή κατι παρόμοιο.
- Αυτή είναι γυναίκα ρε Σάββα, αγγλικό φορ... Όχι σαν την πρώην σου τον Σουγκλάκο...
Συνώνυμο: άλογο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified