Έτσι αποκαλώντας το γράφημα, τη γραφική απεικόνιση μιας στατιστικής ανάλυσης, το μαγκίτικο και πολλά βαρύ στελεχό επιτυγχάνει χαρίεν σούσουρο και ευαρέσκεια κατά την παρουσίαση εταιρικής μελέτης. Αν δε η γκράφα συνδυαστεί με λέξεις μυστήριες τ. 'σάγκα', τότε το σούσουρο μεγαλώνει και ο λεγάμενος γράφει στην κάμερα και ως μαγκαϊβεράς και κούλτουρμαν. Συνήθως δε ακολουθεί λίαν καρποφόρο καμάκι, εκτός αιθούσης.

  • Ρίχτε μια ματιά στη γκράφα εδώ.

Χρησιμοποιείται μάλλον και για γκράφιτι ή σχέδιο.

  • Στο σπίτι υπάρχει Golden Samena. Αν φορούσε & η μάνα T-Shirt με
    γκράφα "My friends get married, i just get drunk" θα σήμαινε πως μένω Λέκκα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκμετάλλευση στα κομμέ, -δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό κομμέ, είναι περισσότερο κάτι σαν το ψυχανάλα, θεωρείται κάπως πιο μαγκίτικο να κόψεις αυτή την κατάληξη που καθιστά τη λέξη κάπως λόγια.

Το βρίσκουμε ήδη (1954) στο άζμα σε στίχους Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ "Σβήστε με απ' τον χάρτη".

Σβήστε μ’ απ’ το χάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
Είμαι για κρεμάλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
Είμαι για κρεμάλα

Μιχάλης Σουγιούλ

Ασφαλώς έχει και πολιτικοοικονομική διάσταση "εκμετάλλα αθρώπου από άθρωπο" κτλ. Γενικά είναι μεν παλαιός μαγκίτικος σχηματισμός, αλλά λέγεται και σήμερα για να αποφορτίσει μια συζήτηση μαγκίτικα να μη φανεί ότι χρησιμοποιούμε υπερβολικά τεχνικούς όρους ξέρωγω.

  1. Kαι έρχομαι εις το θέμα αποκομιδή σκουπιδιών. Kαλά, εδώ είναι που πέφτει η χοντρή η εκμετάλλα, καθότι το σκουπίδι, σκουπίδι είναι και ως σκουπίδι να πούμε, η ευαισθησία μεγαλύτερη, όπερ κι η εκμετάλλα μεγαλύτερη. Eκμετάλλα και παραπληροφόρησις. (Χάρρυ Κλυνν σλανγιωτατίζων εδώ).
  2. Δύσκολο πράμα να το καταλάβει ο εργατάκος, και ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει ότι στο σύστημα που ζούμε πέφτει εκμετάλλα. (Από Κομμουνιστικό Ιστολόγιο Ενημέρωσης).
  3. Με τους καταδότες και τους ψευτόμαγκες, τους γιαλαντζί αρσενικούς αγαπητικούς, τους μπασκίνες, τα χασίσια, τη βρομιά, την εκμετάλλα. (Ιστορία της Τρούμπας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καραπαράκμα, παράκμα (η)

Καραπαράκμα είναι ο υπερθετικός της παράκμας, δηλαδή της παρακμής.
Είναι το μέρος κι οι συνθήκες που ζεί ο ανθρώπας ο οποίος, μαγκίτικῳ τῳ τρόπῳ, καλείται παράκμας.

Από τουίτη:

  1. παρακμή, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ

  2. και κεί που είσαι στην παράκμα, σου ρχεται και η ταλαίπα. μη σου τύχει φίλη μου.

  3. Στην Ολλανδία πάντως μ' εκείνα τα παλιά ποδήλατα πολύ παράκμα μου φάνηκαν οι Ολλανδοί... εμείς φαινόμαστε χαϊλίκι σκέτο μπροστά τους...

  4. - Από καμάκια, σερβιτόροι. Τι παρακμή, μα τον Ξένιο Δία. Τον κανονικό, όχι αυτόν του κ. Δένδια.
    - και τα καμάκια παράκμα ηταν αλλα ειχαν ενα στυλ τουλαχιστον

Ασίστ HODJAS:
"Επίσης, άπαιχτη η ημισκούμπρεια έκφραση «έφαγα παρακμή»..." HODJAS εδώ

Είσαι απ’ τη Brazil
Είμαι απ’ τα Ημί
Μπήκα μεσ’ το ζουμί
Μα έφαγα παρακμή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified