Ο μπούλης που το παίζει και πολύ άντρας, μάγκας και νταής, γαμιάς της γειτονιάς, και γενικά έχει πάααααααρα πολύ καιρό να κατουρήσει.

Θεωρείται σλανγκ της φυλακής, αλλά και της νύχτας με το caveat ότι ό,τι έχει φτάσει να καταγραφεί ευρέως πιθανόν να μην είναι η τελευταία λέξη της σλανγκ αυτών των χώρων. Από την άλλη, χρησιμοποιείται και σε ιντερνετικές φοράδες, λίγα χτυπήματα.

  1. Ειρωνείες προς φωνακλά εδώ:

- ρε συ, μιλα λιγο πιο δυνατα! Δεν ακουγεσαι! ρε ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ... - Ρε συ, εσυ που εισαι και μαγκας κι αλανι και ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΟ, μπορεις να μας πεις τι δουλεια εχεις με κατι ελεεινους χλεχλεδες;

  1. Το χαρτί όμως που πιστοποιούσε τον τραυματισμό του είχε πάει και το είχε παραλάβει κάποιος “Γκλίτσας”, που τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν ο δεύτερος καταζητούμενος με παραφρασμένο όνομα, τον οποίο οι αρχές θεωρούν σκληρό ποινικό και “σπαθόλουρο” της νύχτας, κατά το κοινώς λεγόμενο, μπράβος, πρωτοπαλλήκαρο δύο άλλων ποινικών που βρίσκονται στη φυλακή.
    (εδώ).

  2. Σπαθόλουρο μας προέκυψες...
    I like you more now :-) (εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός της γνωστής έκφρασης που αναφέρεται στη μανούρα συνοδευόμενη από το αγνό ελληνικό βρωμόξυλο και στους κοινωνούς αυτής, οι τσαμπουκάδες είναι σημάδια στο κορμί των φυλακισμένων, που κάνουν οι ίδιοι, είτε με λάμα ως ξυραφιές, είτε ως τατουάζ –συμβολικά ή καλλωπιστικά– (όπως πολλές γυναίκες έκαναν μέχρι πρότινος για ομορφιά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, μάλιστα υπάρχουν πολλές γιαγιάδες με τατού σε Ηπειρώτικα χωριά!), είτε με το σβήσιμο του τσιγάρου κυρίως στο εσωτερικό του αριστερού μπράτσου.

Με τους τσαμπουκάδες, οι φυλακισμένοι αφ' ενός βγάζουν το σεβντά τους, αφ' ετέρου επιδεικνύουν την ευρωστία και το ψυχικό τους σθένος, προκειμένου να λάβουν αντίστοιχη θέση στην ιεραρχία της φυλακής. Δηλαδή όσα περισσότερα σημάδια στο σώμα, τόσο μεγαλύτερη η μαγκιά. Βέβαια, όπως λέει ο Αρκάς στον ισοβίτη, αν αυτό ήταν αλήθεια, αυτός δεν θα 'πρεπε να 'χει ούτε αφαλό ...

Να μην συγχέονται με το «χαρακίρι» που κάνουν οι πρεζάκηδες, όταν τσιτώνουν την επιδερμίδα του λαιμού τους και ταυτόχρονα τραβάνε χαρακιές με λάμα, προκειμένου να μεταφερθούν στο αναρρωτήριο και να φάνε κάνα κουμπί.

Μάλλον τουρκικής προελεύσεως <τσαμπούκ = γρήγορα (βλ. τσαμπουκ-τσαμπουκ = άντε σβέλτα!).

Συνδέεται σημασιολογικά ίσως κατά το εγγλέζικο quick-tempered (γρήγορος, θερμόαιμος, έτοιμος για καβγά).

- Τον είδες το Βαγγέλη;
- Ε, τί;
- Τα χέρια του είναι γεμάτα τσαμπουκάδες. Ζόρικο αρσενικό.

Αρκάς, Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη (από patsis, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified