Συντομογραφία του what the fuck (wtf), όταν γράφουμε μεν ελληνικά, θέλουμε δε να το πούμε αγγλικά, αλλά we do not give a fuck να γυρίζουμε το πληκτρολόγιό μας στο αγγλικάνικο.
Συναντάται στο γραπτό ιντερνετικό λόγο, αρχικά εκ παραδρομής αλλά πλέον εκ πεποιθήσεως.
Βλ. και βτς.