Further tags

Πτυχίο πανεπιστημίου της ψωροτζέφραινας, αυτό που προσφέρει κάθε εχέγγυο να ενταχθείς κι εσύ στην γενιά των 700 Ευρώ. Και δεν αναφερόμεθα σε ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, μιλάμε για Μαθηματικό Πατρών και βάλε.

Αλλά ας μη γκρινιάζουμε, υπάρχει κι η οικοδομή.

- Ήμουν κι εγώ, κάποτε, ένα συμβατικό παιδί, με τους γονείς μου και τη μικρότερη αδερφή μου, δηλαδή ένα παιδί της μάζας (άχρωμο, άοσμο και άγευστο) που κάποια στιγμή κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να πάρει το «πτωχείο» του ως Μαθηματικός.
(εδώ)

- Στη φτωχοελλάδα που ψωμολυσσαει ηρθαν ολοι και βρηκαν δουλεια και εγω με πτωχιο πανεπιστημιου δε μπορώ!!!
(εκεί)

(από Vrastaman, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειδικό τρυπάνι για λήψη καρότων από οικοδομή.

Καροτιέρα υγρής κοππής Makita, με μέγιστη διάμετρο διάτρησης 230mm. Διαθέτει: Διακόπτη On/Off.

Μεταλλικό φρένο ολίσθησης για προστασία από ατυχήματα (ολίσθηση κατά λάθος).

Μοχλό ρύθμισης ύψους, παράλληλο στο έδαφος για καλύτερο υπολογισμό.

Διακόπτη ταχυτήτων για επιλογή μεταξύ των τριών μηχανικών ταχυτήτων.

Μοχλό για χειροκίνητο ανέβασμα του εργαλείου κατα μήκος του άξονα της βάσης και βίδωμα στο επιθυμητό ύψος.

Αξονα βάσης με ένδειξη βάθους σε εκατοστά και κλίσης σε μοίρες.

Σύνδεση για άμεση παροχή νερού με βαλβίδα ρύθμισης της

...μπλα μπλα...εδωθε

(από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά είναι το δείγμα μπετού σε κυλινδρικό σχήμα που το παίρνουμε από την οικοδομή με ειδικό δράπανο για έλεγχο αντοχής στην σύνθλιψη στο εργαστήριο. Λέγεται και πυρηνοληψία. Γίνεται δε, για να εξακριβωθεί αν τα μπετά που έπεσαν είναι ξεματοχινά για την περίσταση.

  1. Μήτσο, πήγαινε κόψε ένα καρότο από βαθιά να το πάμε στον επιστήμονα α το δει.

  2. από εδώ
    Η πλέον συνηθισμένη δοκιμή εναπομένουσας αντοχής μετά από πυρκαγιά είναι η λήψη
    πυρήνων (καρότων) με τη χρήση ειδικού μηχανήματος. Τα καρότα οδηγούνται σε εργαστήρια σκυροδέματος όπου και θλίβονται. Η θλιπτική τους αντοχή ανάγεται σε αντοχή κύβου 20x20x20 cm. Έτσι έχουμε μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη της απώλειας αντοχής του σκυροδέματος μετά από μια πυρκαγιά. Η μέθοδος αυτή είναι η μόνη
    αποδεκτή από τον Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος ( Κ.Τ.Σ )

Βιολογικό καρότο. (από perkins, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόφωνο που χρησιμοποιείται με σκοπό να καταγράψει και αποθηκεύσει (μαγνητοφωνήσει) μια ιδιωτική ή μυστική συνομιλία μεταξύ δυο η περισσοτέρων προσώπων, κατά κανόνα εν αγνοία τους (υποκλοπή).

Το μέγεθός του πρέπει να είναι αρκούντως μικρό, σαν το μέγεθος, φερ' ειπείν, του ομωνύμου εντόμου, απ' όπου έλκει και την ονομασία του, έτσι ώστε και να είναι αθέατο ή δυσδιάκριτο, αλλά και να καταχωνιάζεται κρυφά σε μικρές κρυψώνες. Ο σύγχρονος cutting edge tech κοριός είναι ενσωματωμένος με μυστική κάμερα.

Σήμερα διατίθενται κοριοί σε πολλές παραλλαγές όπως μπρελόκ, αναπτήρας, πακέτο τσιγάρων, καρφίτσα πέτου κλπ κλπ.

Στο δωμάτιο που θα πάμε τώρα μέτρα τις κουβέντες σου, γιατί σίγουρα έχει βάλει κοριό.

Οι κοριοί του τρόμπα (1988) (από Mpiliardakias, 03/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλανγκομαστορικά ο όρος σκύλα έχει τρείς σημασίες τουλάχιστον:

α) Λοστός για ξεκάρφωμα καρφιών και ανασηκώματος ρολών (η χαρά του διαρρήκτη) ή άλλων βαρέων αντικειμένων (μήδι α).

β) Πένσα συγκράτησης με κεκαμμένα ράμφη, κοινώς γαντζοτανάλια (μήδι β).

γ) Κρίκος αυτοαπασφαλιζόμενος σε διασώσεις ναυαγών, ορειβατών και άλλων βαρβάτων ανδρών και γυναικών (μήδι γ).

Έμμεση ασίστ: Ιωνας στο λήμμα μαλάκας.

α) Πιάσε ρε Περικλή τη σκύλα και δεν ανεβαίνει το το γαμημένο.
- Μη λες ονόματα ρε πανύβλακα. Θες δωρεάν διακοπές;

β) - Κάλφαααα, πιάκε ρε παπάρι τη σκύλα και έλα να βαστάς, μαλάκα, κι έπεσε το χέρι μου!
- Μια στιγμή κύριε προϊστάμενε, διότι με ξύνει το δεξί.

γ) - Κάθε πουσουκού τώρα που πέσανε και τα χιόνια θα τρέχουμε να γλιτώνουμε τους μπούληδες τους Αθηνέζους και ούτε υπερωρίες, ούτε τίποτα.
- Δε λες τουλάστιχον που μας πήρανε αυτές τις σκύλες και μας πεθαίνει και κανένα ζωντόβολο λιγότερο ;

αυτη ειναι η γκαζοντανάλια (από ο αυτοκτονημενος, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικώς πώς, ονομάζεται περιπατητήρας και είναι το εργαλείο που βοηθάει τα αδύναμα γερόντια να βολτάρουν χωρίς να πέφτουν κάτω (για να μην πάνε από πέσιμο).

Στην καθομιλουμένη ονομάζεται «πι», καθότι το σχήμα του μοιάζει με αυτό του γράμματος Π.

Είδη: απλός, με ειδικό σχήμα για να βοηθάει στο σήκωμα, απλός πτυσσόμενος, πτυσσόμενος με ροδάκια, τροχήλατος (για τούρμπο γέρους), τροχήλατος με καλαθάκι για τα ψώνια (για τούρμπο γριές).

- Δεν νομίζω να πάει αυτή τη φορά ο γέρος σου να ψηφίσει;
- Τι λες καλέ... Έτοιμος είναι, αυτός δεν τό 'χει σε τίποτα να πάει και με το πί...
- Ωχ παναγιά μου...

το κλασικό απλό πι (από ironick, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόσφατο, σχετικά, ειδικό μεταλλικό εργαλείο του τεχνίτη αμαξωμάτων αυτοκινήτων (φανοποιού, λαμαρινά), για εξειδικευμένη και συγκεκριμένη χρήση. Πρόκειται για εξολκέα που χρησιμοποιείται για επιδιορθώσεις ελαφρών ζημιών (βουλιάγματα) το οποίον έλκει την παραμορφωμένη λαμαρίνα προς αποκατάσταση της στο αρχικό της σχήμα και θέση.

Το εργονομικού σχήματος βαρίδι που χρησιμοποιείται ειναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο σε σχήμα χούφτας, ενώ η όλη κίνηση χρήσης του, σε συνδυασμό με την παλινδρομική κίνηση του βαριδιού προσομοιάζει με τη πασίγνωστη και ευχάριστη νεανική , αλλά και ωριμότερη, δραστηριότητα του άρρενος, απ' όπου λαμβάνει και την ονομασία του.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η χρήση του εν λόγω εργαλείου πραγματοποιείται ευχάριστα τόσον απο νέους οσο και από παλαιότερους τεχνίτες, οι οποίοι, κατά κοινή ομολογία και κατ' εξαίρεση από τα υπόλοιπα εργαλεία, δεν αντιμετωπίζουν καμιά απολύτως δυσκολία κατα την εκμάθηση του τρόπου χρήσης του, που εξελίσσεται και περαιώνεται ταχύτατα και με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Μια αντιπροσωπευτική τιμή του σετ μαλάκα, για το τρέχον έτος 2010, είναι περί τα 35 ευρώ.

Κυκλοφορεί και μαλάκας βαρέος (η βαρέου) τύπου.

Οι μαλάκες προέρχονται από όλες τις γνωστές βιομηχανικές χώρες ενώ υπάρχουνε και μαλάκες εγχώριας παραγωγής. Ο επώνυμος και εγγυημένος μαλάκας διαθέτει διεθνή ISO τυποποίηση ποιότητας και παραδίδεται σε ανθεκτική μεταλλική κασετίνα.

Αναμένεται η καταχώρηση του λήμματος μαλάκας και στα τεχνικά εκπαιδευτικά μηχανολογικά εγχειρίδια για πλήρη αποκατάσταση και αποσαφηνισμό του όρου και άρση κάθε σύγχυσης και παρερμηνείας.

Για να δείτε τον μαλάκα στο φυσικό του περιβάλλον, επισκεφθείτε αυτό εδώ το σάιτ εταιρείας που ειδικεύεται στα εργαλεία αυτοκινήτων.

Ο μάστορας στο βοηθό:

- Τάκη, φερ' ένα μαλάκα βαρέου τύπου, γιατί μ' αυτόν εδώ δε γίνεται τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται από παλιούς (και νεότερους) μαγαζάτορες το ρολό (στόρι) μεταλλικού φύλου κυματοειδούς λαμαρίνας, που φράζει τη βιτρίνα καταστήματος, προκειμένου να ασφαλίζεται κατά τις ώρες μη λειτουργίας.

Στα παλιά μαγαζιά αποτελούσε σχεδόν τον αποκλειστικό τρόπο ασφάλισής τους.

Επίσης παλαιότερα το ανεβοκατέβασμά τους γίνονταν με το χέρι και με τη βοήθεια μιας μεταλλικής ράβδου με γάντζο στην άκρη της, ενώ σήμερα, όπου υπάρχουν, γίνεται συνήθως με ηλεκτροκινητήρα. Στη μέση υπάρχει μεταλλικός κρίκος για να περνάει στο τέλος και η κλειδαριά ασφαλείας.

Ο όρος σήμερα χρησιμοποιείται για κάθε είδους περιστρεφόμενο συρόμενο ή πτυσσόμενο προστατευτικό κάλυμμα βιτρίνας καταστήματος.

Από το τουρκικό kepenk, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Άντε Κώστα πέρασε η ώρα, να κατεβάσουμε τα κεπέγκια και να πάμε σπίτια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νταλίκες είναι μεγάλα και μακριά τροχοφόρα οχήματα που, κατά τις νυκτερινές ώρες σε εθνικές και επαρχιακές οδούς, χωρίς οδικό φωτισμό, και ειδικά στις διασταυρώσεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνουν ορατές και άρα αντιληπτές σε όλο τους το μήκος και πλάτος. Ιδιαίτερα δε, εάν σύρουν και ρυμουλκούμενο όχημα.

Με σκοπό λοιπόν την αποφυγή των τροχαίων δυστυχημάτων, ο ιδιοκτήτης προβαίνει σε κάλυψη ολοκλήρου του οχήματος και του ρυμουλκούμενου με πλήθος εγχρώμων μικρών φωτεινών λαμπτήρων, προκειμένου το όχημά του να γίνεται έγκαιρα και από μακρινή απόσταση αντιληπτό από τους διερχόμενους και διασταυρούμενους οδηγούς των υπολοίπων Ι.Χ. η Δ.Χ. οχημάτων καθώς και από τους πεζούς.

Ο τρόπος αυτός της καθολικής φωτεινής επισήμανσης-κάλυψης του οχήματος, ονομάζεται “χριστουγεννιάτικο δέντρο”.

Το 'κανα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τώρα ξεκινάω για Γερμανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φάκα (η): ουσιαστικό. Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την παγίδευση ζώων. Πιο συχνά συναντάται στο κυνήγι ποντικών (βλ. παράδειγμα 0). Ενίοτε και στο κυνήγι μαγισσών (βλ. παρακάτω).

Μεταφορικά α: (τα βάζω εγώ -δεν πάμε μακριά έτσι κι αλλιώς)

Χρησιμοποιείται σωρηδόν σε αστυνομικά ρεπορτάζ (βλ. Σόμπολο και λοιπούς ρουφ) για να υποδηλώσει τη σύλληψη του «κακού» απ' τους «καλούς». Η σύλληψη συνήθως γίνεται κατά λάθος ή σκηνοθετείται για τα μάτια του κόσμου, αλλά η λέξη «φάκα» (καταλυτικός ο ρόλος της στο ρεπορτάζ -συνήθως δεύτερη λέξη τίτλου) υπεισέρχεται για να εδραιώσει το κύρος της ελληνικής αστυνομίας, προσδίδοντας τη χάρη μιας καλοστημένης ενέδρας, με έρευνα, σχέδιο δράσης και εμφανή αποτελέσματα, διαποτισμένη ταυτόχρονα από τις αρετές της σοφίας και της εγκαρτέρησης. Η συγκεκριμένη φάκα δεν είναι συνήθως μεγάλη, με αποτέλεσμα να πιάνονται κυρίως χαμστεράκια και να διαφεύγουν οι αρουραίοι (βλ. παραδείγματα 1, 2 και 3).

Μεταφορικά β: (βάλτε ένα χεράκι κι εσείς)

Αόρατος μηχανισμός που χρησιμοποιείται από ένα σύστημα (επίσης αόρατο) για να εγκλωβίσει / παγιδεύσει ένα άτομο το οποίο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ανένταχτο στο σύστημα αυτό (βλ. παράδειγμα 4). Το αποτέλεσμα, παρά το αόρατο τόσο του μηχανισμού όσο και του συστήματος, είναι καθ' όλα ορατό.

Μεταφορικά γ: (του συ(νει)ρμού)

Το τελευταίο γεύμα. Συνοδεύεται απαραίτητα με κασέρι.


Περαιτέρω χρήσεις της λέξης:

α. για τον ηχητικό προσδιορισμό του γράμματος «φι»: «βήτα, φι... όπως φάκα, φυσαλίδα...» (ρήση γνωστού φ-φαρσέρ)

β. για την περιγραφή μιας μορφής του οιδιπόδειου συμπλέγματος (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως): με πρώτο συνθετικό τη λέξη «μητέρα» αγγλιστί (μάδα), υποδηλώνει τον μηχανισμό που δημιουργούν οι μητέρες ώστε να δυσκολέψουν την απαγκίστρωση των τέκνων τους από τους κόλπους (όχι απαραίτητα γενετήσιας φύσεως) της οικογένειας (παραδείγματα μαδαφάκας είναι οι φράσεις: «θα με πεθάνεις μ' αυτά που κάνεις!», «δε σκέφτεσαι καθόλου την έρμη τη μανούλα σου», «εμείς για σένα τα κάνουμε όλα», κλπ)

και τέλος, γ. εννοείται, η χρυσή φάκα: φάκα d' oro, στο μηχανισμό της οποίας πέφτουν συχνά θηλυκά που γυαλίζει το μάτι τους όταν τη βλέπουν σε βιτρίνες, και αρσενικά όταν βλέπουν τα θηλυκά να γυαλίζει το μάτι τους.


φακός (ο): ουσιαστικό, ομόρριζο -και το αντίστοιχο αρσενικό- της προαναφερθείσας «φάκας». Πρόκειται για το εργαλείο που μοιάζει με φωτόσπαθο, κι όχι το άλλο που είναι ομόρριζο (ίδιο δέντρο, άλλος πατέρας) με τις φακές. Χρησιμοποιείται και αυτό για την παγίδευση ζώων. Συναντάται κυρίως στο κυνήγι του λαγού (βλ. παράδειγμα 5).

  1. ποντίκι vs φάκα

  2. «Στη φάκα αστυνομικός για ναρκωτικά»

  3. «Στη φάκα διεφθαρμένος αδιάφθορος»

  4. «Στη φάκα της αστυνομίας κακοποιός»

  5. «...τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ' την κουτάλα / τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα» (Κ. Τριπολίτης, Δ. Μούτσης, Σ. Μπέλλου, «νταλίκα»)

  6. ...το γνωστό και κατακριτέο λαθραίο και απαγορευμένο κυνήγι του λαγού με τα φανάρια και φακούς! λινκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified