Είδος χειρουργικής λαβίδας με μακριά σκέλη, μεγάλο άνοιγμα και μακριά σειρά μεγάλων δοντιών σε κάθε ένα από τα σκέλη του.
Είδος χειρουργικής λαβίδας με μακριά σκέλη, μεγάλο άνοιγμα και μακριά σειρά μεγάλων δοντιών σε κάθε ένα από τα σκέλη του.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο μεταλλικός αγκτήρας, ένα χειρουργικό εργαλείο περίπου όμοιο με το τσιμπιδάκι με το οποίο ξεσυρράπτουμε φύλλα χαρτιού, και το χρησιμοποιούμε για την αφαίρεση μεταλλικών ραμμάτων μετά την επούλωση του τραύματος.
- Πάλι με συρρραπτικό έραψε ο τρόμπας ο εφημερεύων, θα είχε φαίνεται ένα αγριογούρουνο στη φωτιά να προλάβει. Φέρε το παπαγαλάκι προϊσταμένη, έχει γίνει εδώ ένα χηλοειδές, να!
Got a better definition? Add it!
Σύστημα που έχουν οι μηχανές έλξης των τραίνων, με τις οποίες ρίχνουν άμμο μπροστά από τους τροχούς, ώστε κατά την εκκίνηση να μην σπινάρουν.
Γέμισα με άμμο την αμμουδιέρα πριν το ταξίδι.
Got a better definition? Add it!
Ταμπονιέρα είναι ένα σύστημα που θυμίζει έντονα καβαλέτο, έχει 2 ταμπόνια και τοποθετείται στο τέλος μιας γραμμής ώστε να σταματήσει το τραίνο αν λυθούν τα φρένα, ώστε να μην εκτροχιαστεί ή προσκρούσει σε τοίχο.
Στον Πειραιά είναι ο τελικός σταθμός του ΗΣΑΠ, γι'αυτό κι έχει και ταμπονιέρες.
Got a better definition? Add it!
Κατενέρ είναι οι μεγάλες μεταλλικές γέφυρες που χρησιμοποιούνται στον σιδηρόδρομο για να περαστούν καλώδια, συστήματα σήμανσης κλπ.
Στο ΣΚΑ έχει πολλά κατενέρ.
Got a better definition? Add it!
Ταμπόνι είναι το στρογγυλό μεταλλικό «βαρελάκι» στο τέλος του βαγονιού, στο οποίο ακουμπάει το αντίστοιχο ενός άλλου προκειμένου να δεθούν μεταξύ τους.
- Πού είναι το σφυρί ρε Κώστα;
- Το ακούμπησα στο πίσω ταμπόνι.
Got a better definition? Add it!
Ο στρωτήρας μπορεί να είναι τσιμεντένιος ή ξύλινος και χρησιμοποιείται στην κατασκευή των γραμμών του σιδηροδρόμου. Πάνω σε αυτόν βιδώνονται οι ράγες.
Στον ΗΣΑΠ αλλάζουν τους ξύλινους στρωτήρες με τσιμεντένιους όπως του μετρό για μεγαλύτερη ταχύτητα των συρμών.
Got a better definition? Add it!
Η ρεγκαλέζα είναι σιδηροδρομικό μηχάνημα που στρώνει το χαλίκι που πέφτει στις γραμμές κατά τη διάρκεια εργασιών.
Μετά την μπουρέζα ανέλαβε έργο η ρεγκαλέζα για να ετοιμαστεί η γραμμή.
Got a better definition? Add it!
Η μπουρέζα είναι σιδηροδρομικό μηχάνημα που μπουράρει, δηλαδή «πατάει» τη ράγα για να «κάτσει» μετά την τοποθέτησή της.
Η μπουρέζα εχθές ήταν στο Χιλιομόδι για να μπουράρει τη γραμμή.
Got a better definition? Add it!
Πασάγιο ονομάζεται στη σιδηροδρομική διάλεκτο η διάβαση από την οποία διασχίζουν τις γραμμές τα αυτοκίνητα.
Στο πασάγιο της Μελετίου ένα αμάξι έμεινε και παραλίγο να πέσει επάνω του το τραίνο.
Got a better definition? Add it!