Μικροαντικείμενο (βίδα, παξιμάδι, σφήνα κλπ) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή / επιδιόρθωση / συναρμολόγηση άλλου αντικειμένου (μεγαλύτερου και πιο σύνθετου). Το αποκαλούμε έτσι όταν γνωρίζουμε τη χρήση του αλλά δε γνωρίζουμε την ονομασία του.

- Ρε Τάσο… πιάσε ρε αυτό το παπάριτζερ να το βάλουμε στο σασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.

- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε εξάρτημα μηχανήματος που συνήθως προεξέχει και δεν έχει συγκεκριμένο όνομα η τουλάχιστον εμείς δεν το γνωρίζουμε.

- Για πέσε από κάτω και ψάξε, εκεί δίπλα στο κάρτερ πρέπει να έχει ένα γκαβλιτσέκι , πιάστο και ξεβίδωσέ το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παρελκόμενα.

Όπως οι όρχεις είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά τα παρελκόμενα του πέους, έτσι και ο όρος «αρχιδιές» χαρακτηρίζει τα παρελκόμενα εν γένει.

Συνήθως πολυάριθμα, ευπρόσδεκτα μεν, αλλά η απαρίθμησή τους θα κούραζε και θα αποσπούσε πιθανώς την προσοχή.

  1. - Καλά το νέο Clio είναι πρώτο στην τιμή και έχει και ένα σωρό αρχιδιές, ABS, Airbag Climaaa....

  2. (αληθινός διάλογος):
    - Πάρε το IVάρι* της Italeri, και πιο φτηνό και πιο καλό!
    - Ναι αλλά η Tamiya δίνει και μπαρμπαδάκια** και αρχιδιές!

  • Pzkpfw IV
    ** φιγούρες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύπλοκα και εντυπωσιακά στοιχεία σε μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο.

Πρώτα μάθε τα βασικά στην κιθάρα και άσε τα μπλιμπλίκια για πιο μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άχρηστα πράματα, σκουπίδια αλλά όχι μόνον.

Τι τα θέλεις τα σιανάφαρα στο κατώι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.) αφαιρούμε από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζουμε, το οποίο μας πέφτει από τα χέρια και μετά περνάμε το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρουμε.

- Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι και κοίταξε αμέσως να δει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε την τύχη του και έπεσε στα γόνατα να το βρει.

Η Πουπηγία του Καρβέλα. (από Hank, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Ορεκτικά, μεζέδες, μπινελίκια.

β. Μικροαντικείμενα, μπιχλιμπίδια.

Ενδέχεται ν' ακούστηκε για πρώτη φορά στη διάσημη φάρσα με τον οικοδόμο και την πιτσαρία από τον διαβόητο τηλε-φαρσέρ «Φουσέκη».

Το εν λόγω απόσπασμα:

- Έχετε πίτσα με φυστικοβούτυρο;
- Όχι... όχι.
- Τι ακριβώς έχετε από ορεκτικά και ψιψιψόνια;

Το επίμαχο σημείο στο 01:55. (από polonos, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified