Δαυλός στον κώλο σου: Σκληρή, Δυτικοκρητική απ' όσο ξέρω, βρισιά, η χρήση της οποίας κινείται μεταξύ του «άντε γαμήσου» και του «φωτιά στα μπατζάκια σου», κάτι δηλαδή σε φάση «κάνεις μαλακίες και «τώρα άντε γαμήσου, τράβα κουπί σκλάβε στη γαλέρα».

Τώρα μπορείτε να φανταστείτε πόσο αστείο φάνηκε στη λεβεντογέννα το περιοδικό «Δαυλός» κρεμασμένο στα περίπτερα.

- Έλα ρε Κώστα, θα 'ρθείς να πεις δυο λογάκια στην Τιτίκα γιατί τα 'χω κάνει μπουρδέλο εδώ πέρα...
- Τι λέει;
- Έλα ρε συ να βοηθήσεις την κατάσταση γιατί...
- Δαυλός στο γκώλο σου ρε μαλάκα, που θες και να 'ρθω, μαλάκα, που έβαζες τσίτες για μένα στη Λιλίκα τόσο καιρό και τώρα μου τηλεφωνείς ρε ρουφιάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορεσίβια έκφράση από Κρήτη, που σημαίνει «τον ακουμπούσε (έθετε) ο ένας στον άλλο».

Ολόκληρη η φράση ακούστηκε σε καφενείο της Κρήτης τότε με το κότερο Ψινάκη, Λαζόπουλου κλπ. Επειδή τα κανάλια τα λέγανε απ' έξω απ' έξω (τέλος πάντων), κάποιος στο καφενείο δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, κι έτσι ένας άλλος ανέλαβε να του εξηγήσει λέγοντας: «ντα μπουνταλάς είσαι μωρέ; έκεια τσ' είχενε μαζωμένους [ο ιδιοκτήτης του κοτέρου] και τσι μαστώρουνε, κι απής [και μετά] τον έθετε ο γεις τ' αλλού».

Η φράση έμεινε ως περιγραφή για πουστριλίκια, για όποιον θέλει να προσδώσει και μια χωριάτικη νότα

- Τους βλέπεις τους δύο στη μπάρα, κολλητάρια, έτσι; - Εξακριβωμένο... Χθες πήγανε στη σπηλιά μαζί το βράδυ... Κι απής τον έθετε ο γεις τ' αλλού...
- Είσαι κι εσύ το Ρόιτερς όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει με μεγάλη όρεξη, βουρ στον πατσά, γιούργια στον νταμπλά με τα κουλούργια κλπ αλλά κυρίως για σεξουαλικές επιθέσεις. Επίσης αφορά στο ξερογλείψιμο που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο κάποιου όταν είναι έτοιμος για το συγκεκριμένο ντου (βλ. και το παρεμφερές θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει). Η φράση προέρχεται από τον τρόπο που οι σκύλες κωλοτρίβονται σε παλούκια (=καζίκια) και λοιπά αιχμηρά όταν έχουν οίστρο. Από Κρήτη.

- Την είδες ρε την ψώλα τη Βάσω, μόλις είδε το τουτού, άρχισε τα σάλια. Και πριν τον είχε στο κλάσιμο το γυαλαμπούκα...
- Σαν τη σκύλα στο καζίκι! Ου να μου χαθεί...

(από xalikoutis, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified