Μια χαρακτηριστική -ίλα, πρόκειται για τη μυρωδιά των σκουπιδιών, μια συνισταμένη πολλών άσχημων μυρωδιών από σάπια και μουχλιασμένα άχρηστα πράγματα. Είναι πολύ γνώριμη στους κατοίκους των τσιμεντουπόλεων, ιδίως στις εφιαλτικές περιπτώσεις απεργιών των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την αποκομιδή τους. Πάντα όμως θα υπάρχει ένας τρασοκαβλιάρης να φτιάχνεται και ενίοτε να μεταφέρει την οσφραντική εμπειρία στο χαρτί.
- H Πλατεία Εξαρχείων και οι γύρω κάθετοι, συνήθως σε ακτίνα 20-30 μέτρων από την πλατεία έχουν για πολλούς τη γοητεία τους. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι στις πολύ πρωινές μου βόλτες, κερδίζουν κατά κράτος την Ομόνοια σε έντονες μυρωδιές. Σκουπιδίλα, κάτουρα, κόπρανα, εμετός και μπυρίλα κυριαρχούν στην πρωινή ατμόσφαιρα, άνθρωποι που χαρούμενοι σπάζουν γυάλινα μπουκάλια πετώντας τα σε δύσμοιρα, αδέσποτα σκυλιά για να τα πιάσουν, κατσαρίδες που κόβουν βόλτες σε κοπάδια, λίγο πριν, κατά τις τρεις-τέσσερις το πρωί νεαρά παιδιά γύρω στα 14 επιτίθενται σε περαστικούς, μπεκρήδες ή μη, και αξιοθαύμαστοί άστεγοι που καταφέρνουν να κοιμούνται σε αυτή την ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι περήφανοι για την ανεξαρτησία (?) της γειτονιάς τους έχουν λαϊκές συνελεύσεις, οι καθαριστές του Δήμου - σύγχρονοι Σίσυφοι - ξυπνούν από τις τέσσερις για να καθαρίσουν τα μικρά τετράγωνα και την πλατεία, πριν γίνει το ίδιο χάλια την επόμενη μέρα, ο Γιώργος Καμίνης ευαγγελίζεται το έργο του στον τομέα της καθαριότητας (ενώ λίγο πιο πάνω το Κολωνάκι ή η Πλάκα τα έχει λαμπίκο). Τα πρωινά Εξάρχεια κοντά στην πλατεία τους είναι η εικόνα της Αθήνας. Μύγες πάνω από τους κάδους, όπου και στην ανακύκλωση ακόμα, οι περήφανοι δημότες και οι χιλιάδες περαστικοί πετούν σκουπίδια. Ζήτω η Αναρχία. (Από το Φέισμπουκ).
- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει... σκουπιδίλα θα μυρίσει. (Εδώ).
- Μεχρι τωρα ο Ασπρόπυργος βρωμαγε σκουπιδίλα και είχε επιδρομές αρουραίων στο μέγεθος κουνελιών. (Εδώ).
- Στις απέναντι πολυκατοικίες τα περισσότερα φώτα ήταν αναμμένα και μαύρες φιγούρες διακρίνονταν ακίνητες στα μπαλκόνια. Τα κλιματιστικά δούλευαν υπερωρίες. Μια διαπεραστική σκουπιδίλα, που αν ήθελες να την προσδιορίσεις σου θύμιζε σάπιο πορτοκάλι ανακατεμένο με μούχλα έφτανε στα ρουθούνια τους, και γάτες γύριζαν απογοητευμένες από κάδο σε κάδο ενώ κάποια στιγμή απ' το παράθυρο κάποιας γειτόνισσας ακούστηκε το Total Eclipse of the Heart. (Βάσια Τζανακάρη, Τζόνι και Λούλου, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2011).
Μερικά ακόμη παραδείγματα από τη λογοτεχνία.
- Είχε συννεφόκαμα και ο αδύναμος πουνέντες έφερνε κάθε τόσο στη μύτη μας σκουπιδίλα ανάμικτη με μυρωδιές από λιβάνια κι αρώματα λουλουδιών που σάπιζαν. Από πάνω πετούσαν και έκρωζαν τετράπαχοι γλάροι, που σιτίζονταν με ό,τι άφηναν πίσω τους οι συγγενείς των νεκρών. Δεξιά και αριστερά μας, μαυροντυμένες γυναίκες μουρμούριζαν προσευχές, άναβαν καντήλια, καθάριζαν και στόλιζαν τάφους. (Ιερώνυμος Λύκαρης, Η ζήλια είναι μαχαιριά, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη, 2014).
- Ο Μάνο ρουφάει την τελευταία γουλιά από το ποτό του. Όλη η φυλακισμένη σκουπιδίλα του αλκόολ τον χτυπάει με δύναμη στη βάση της μύτης. Ουίσκι από τις χωματερές από τα συμπυκνωμένα απόβλητα των Σαπ και των Ταλ, σαν το απόσταγμα των άχρηστων, περιττών ζωών τους. (Νίκος Μάντης, Άγρια Ακρόπολη, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 2013).
- - Κοίτα, τουλάχιστον, να πάρεις τίποτα καθαρά ρούχα. Βρωμάς σκουπιδίλα, ιδρώτα και αίμα. - Οι Μογγόλοι συνήθιζαν να τρίβονται με ζωικά περιττώματα πριν από κάθε μεγάλη μάχη, είπε ο Χάρι κουμπώνοντας το πουκάμισό του. (Τζο Νέσμπο, Ο Φαντομάς, μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2013).
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για μια τρασιά ή τρασίλα στο γενικότερο αισθητικό επίπεδο ή για κάποιον ή κάτι που θεωρούμε ως σκουπίδι σε πχοιότητα από οποιαδήποτε άποψη, αλλά οι μεταφορικές αυτές χρήσεις στον γούγλη είναι πολύ σπάνιες.
Ο μοναδικός λόγος για να μην παραιτηθούν τώρα όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι για να μην έρθει ξανά στα πράγματα η σκουπιδίλα που μετέτρεψε τη χώρα σε χωματερή. (Εδώ).