Παλαιακό επαγγελματικό φαυλιστικό για τον δημοσιογράφο. (Δες).
Οι μολυβοσπρώχτες δεν πληρώνονται πλέον καλά, άλλο αν τα αφεντικά είναι πετσωμένα.
Παλαιακό επαγγελματικό φαυλιστικό για τον δημοσιογράφο. (Δες).
Οι μολυβοσπρώχτες δεν πληρώνονται πλέον καλά, άλλο αν τα αφεντικά είναι πετσωμένα.
Got a better definition? Add it!
Στο ρεμπέτικο ιδίωμα, είναι ο αστυνομικός, πρόκειται για παραφθορά του πολιτσμάνος.
Σιωπή, θα πλακώσουν οι μολυσμάνοι.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος που μοιάζει σαν να έχει λάβει τη μορφή σφαίρας.
Μη τρως άλλο ρε! Μπαλόνι έχεις καταντήσει!
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.
Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!
Got a better definition? Add it!
Ο κοιλαράς εκ της αλβανικής λέξης baka = κοιλιά.
Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς σαν μπάλα από το πάχος και νωθρός άνθρωπος
Σήκω ρε κεφτέ να πας να δουλέψεις!
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.
Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!
Got a better definition? Add it!
Ο παχύς άνθρωπος.
Πήγε και παντρεύτηκε αυτόν τον βοϊδαλά.
Got a better definition? Add it!
Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.
Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.
Got a better definition? Add it!