Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.

Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Μια χαρακτηριστική -ίλα, πρόκειται για τη μυρωδιά των σκουπιδιών, μια συνισταμένη πολλών άσχημων μυρωδιών από σάπια και μουχλιασμένα άχρηστα πράγματα. Είναι πολύ γνώριμη στους κατοίκους των τσιμεντουπόλεων, ιδίως στις εφιαλτικές περιπτώσεις απεργιών των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την αποκομιδή τους. Πάντα όμως θα υπάρχει ένας τρασοκαβλιάρης να φτιάχνεται και ενίοτε να μεταφέρει την οσφραντική εμπειρία στο χαρτί.

  1. H Πλατεία Εξαρχείων και οι γύρω κάθετοι, συνήθως σε ακτίνα 20-30 μέτρων από την πλατεία έχουν για πολλούς τη γοητεία τους. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι στις πολύ πρωινές μου βόλτες, κερδίζουν κατά κράτος την Ομόνοια σε έντονες μυρωδιές. Σκουπιδίλα, κάτουρα, κόπρανα, εμετός και μπυρίλα κυριαρχούν στην πρωινή ατμόσφαιρα, άνθρωποι που χαρούμενοι σπάζουν γυάλινα μπουκάλια πετώντας τα σε δύσμοιρα, αδέσποτα σκυλιά για να τα πιάσουν, κατσαρίδες που κόβουν βόλτες σε κοπάδια, λίγο πριν, κατά τις τρεις-τέσσερις το πρωί νεαρά παιδιά γύρω στα 14 επιτίθενται σε περαστικούς, μπεκρήδες ή μη, και αξιοθαύμαστοί άστεγοι που καταφέρνουν να κοιμούνται σε αυτή την ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι περήφανοι για την ανεξαρτησία (?) της γειτονιάς τους έχουν λαϊκές συνελεύσεις, οι καθαριστές του Δήμου - σύγχρονοι Σίσυφοι - ξυπνούν από τις τέσσερις για να καθαρίσουν τα μικρά τετράγωνα και την πλατεία, πριν γίνει το ίδιο χάλια την επόμενη μέρα, ο Γιώργος Καμίνης ευαγγελίζεται το έργο του στον τομέα της καθαριότητας (ενώ λίγο πιο πάνω το Κολωνάκι ή η Πλάκα τα έχει λαμπίκο). Τα πρωινά Εξάρχεια κοντά στην πλατεία τους είναι η εικόνα της Αθήνας. Μύγες πάνω από τους κάδους, όπου και στην ανακύκλωση ακόμα, οι περήφανοι δημότες και οι χιλιάδες περαστικοί πετούν σκουπίδια. Ζήτω η Αναρχία. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει... σκουπιδίλα θα μυρίσει. (Εδώ).
  3. Μεχρι τωρα ο Ασπρόπυργος βρωμαγε σκουπιδίλα και είχε επιδρομές αρουραίων στο μέγεθος κουνελιών. (Εδώ).
  4. Στις απέναντι πολυκατοικίες τα περισσότερα φώτα ήταν αναμμένα και μαύρες φιγούρες διακρίνονταν ακίνητες στα μπαλκόνια. Τα κλιματιστικά δούλευαν υπερωρίες. Μια διαπεραστική σκουπιδίλα, που αν ήθελες να την προσδιορίσεις σου θύμιζε σάπιο πορτοκάλι ανακατεμένο με μούχλα έφτανε στα ρουθούνια τους, και γάτες γύριζαν απογοητευμένες από κάδο σε κάδο ενώ κάποια στιγμή απ' το παράθυρο κάποιας γειτόνισσας ακούστηκε το Total Eclipse of the Heart. (Βάσια Τζανακάρη, Τζόνι και Λούλου, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2011).

Μερικά ακόμη παραδείγματα από τη λογοτεχνία.

  1. Είχε συννεφόκαμα και ο αδύναμος πουνέντες έφερνε κάθε τόσο στη μύτη μας σκουπιδίλα ανάμικτη με μυρωδιές από λιβάνια κι αρώματα λουλουδιών που σάπιζαν. Από πάνω πετούσαν και έκρωζαν τετράπαχοι γλάροι, που σιτίζονταν με ό,τι άφηναν πίσω τους οι συγγενείς των νεκρών. Δεξιά και αριστερά μας, μαυροντυμένες γυναίκες μουρμούριζαν προσευχές, άναβαν καντήλια, καθάριζαν και στόλιζαν τάφους. (Ιερώνυμος Λύκαρης, Η ζήλια είναι μαχαιριά, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη, 2014).
  2. Ο Μάνο ρουφάει την τελευταία γουλιά από το ποτό του. Όλη η φυλακισμένη σκουπιδίλα του αλκόολ τον χτυπάει με δύναμη στη βάση της μύτης. Ουίσκι από τις χωματερές από τα συμπυκνωμένα απόβλητα των Σαπ και των Ταλ, σαν το απόσταγμα των άχρηστων, περιττών ζωών τους. (Νίκος Μάντης, Άγρια Ακρόπολη, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 2013).
  3. - Κοίτα, τουλάχιστον, να πάρεις τίποτα καθαρά ρούχα. Βρωμάς σκουπιδίλα, ιδρώτα και αίμα. - Οι Μογγόλοι συνήθιζαν να τρίβονται με ζωικά περιττώματα πριν από κάθε μεγάλη μάχη, είπε ο Χάρι κουμπώνοντας το πουκάμισό του. (Τζο Νέσμπο, Ο Φαντομάς, μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2013).

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για μια τρασιά ή τρασίλα στο γενικότερο αισθητικό επίπεδο ή για κάποιον ή κάτι που θεωρούμε ως σκουπίδι σε πχοιότητα από οποιαδήποτε άποψη, αλλά οι μεταφορικές αυτές χρήσεις στον γούγλη είναι πολύ σπάνιες.

Ο μοναδικός λόγος για να μην παραιτηθούν τώρα όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι για να μην έρθει ξανά στα πράγματα η σκουπιδίλα που μετέτρεψε τη χώρα σε χωματερή. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις -ίλες νέας κοπής, που μπορεί να ετυμολογηθεί με δύο τρόπους.

Αφενός από την αγγλική λέξη mood (δες εδώ για ετυμολογία), οπότε μιλάμε για mood-ίλα, για ένα ειδικό mood που χαρακτηρίζεται από κατήφεια, νταούνιασμα, ελαφρά κατάθλιψη και απαισιοδοξία. Η μουντίλα ωστόσο δεν μπορεί να προσδιοριστεί τόσο εύκολα. Είναι ένα απροσδιόριστο ζενεσεκουά στη διάθεσή μας που μπορεί και να σημαίνει ότι κάποιος είναι μελαγχολικό αγόρι ή κορίτσι με ευαισθησίες, που νιώθει τη βροχή, που είναι

in the mood for love

και άλλα χιπστεροειδή παρόμοια.

Η κυρίως ετυμολογία, όμως, είναι από το μουντός (<αρχαίο μυνδός = βουβός), οπότε έχει και πάλι μια παραπλήσια σημασία, καταχνιάς, σκοτεινίλας, νταρκίλας και μελαγχολίας. Ασφάλουσλυ αυτή η δεύτερη ετυμολογία είναι η επικρατούσα, αλλά τελευταίως μπορεί να συσχετισθεί παρετυμολογικώς με το mood που λέγεται ολοένα και περισσότερο.

  1. Βαρεθήκατε την μουντίλα και την βροχή; Μην ανησυχείτε ο καιρός φτιάχνει!
  2. «Πολύ μουντίλα, κυρία Τρέμη μου!» Τι χρώμα είναι αυτό, πεθαμενί; Δεν ξεπενθήσατε ακόμη το μακαρίτη; (Από το Ιντερνέτι)
  3. Εναντια στη «μουντιλα» και «απαισιοδοξια» που κυριαρχει τις μερες μας, ξεκιναμε κατι νεο γεματο θετικη ενεργεια και αισιοδοξια με αποστολη μας να σας προσφερουμε μονο τα καλυτερα. (Από το Φέισμπουκ).

Υπάρχει εξάλλου και η ινσέψιο περίπτωση η μουντίλα/ moodίλα να οφείλεται στο ότι μόλις σε έχει υποβιβάσει η Moody's.

Πάσα: Σούλτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία -ίλα, γαλλικής προέλευσης ετούτη, από το ντεμοντέ = ξεπερασμένο, πασέ, περσινά ξινά σταφύλια ένα πράμα. Προσοχή μόνο στους αναγραμματισμούς, γιατί η ντεμοντίλα, αν και γριέντζω μπορεί ακόμα και ψημένους στην αριστερή ιστορικοπολιτικοκοινωνικο- θεωρητικοακτιβιστοσυνδικλπ ορολογία να τους ψαρώσει τόσο που να ψάχνονται στα όρια της προσωπικής νίλας.

  1. - Ελα μου ντε;; Ποιοι είναι άραγε οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης; Μηπως το "Εμπρός λαε εξω από την ΕΕ"; Μπας και είναι το "Εξω οι στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ"; Α πα πα τετοια ντομεντίλα.
    - έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι το "ντομεντίλα"! Είπα και 'γω τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα μου ξέφυγε όρος; Τελικά μήπως εννοείς "ντεμοντίλα" από το ντεμοντέ;
    - ντομεντίλα έγραψα;; καλά κατάλαβες - ντεμοντίλα! εδώ

  2. Τι ντεμοντιλα θεε μου!!! Τι μας τα δειχνετε βρε παιδια; Ειλικρινα υπαρχει καποιος που να τον νοιαζει;;! αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από έκφραση καψιδισμού και καμενιάς (βλ. καΐλα, καΐλας) και κλαψομουνιάσματος (βλ. Βασιλάκης Καΐλας), η καρακλασική αυτή εις -ίλα σλανγκιά έχει και δύο ακόμα (εκ διαμέτρου αντίθετους) ορισμούς:

Ειρωνική έκφραση αδιαφορίας

Βλ. και σκορδοκαΐλα.

Έκφραση καύλας και τρελής επιθυμίας

- Μεγάλη καΐλα για την Γιουροβίζιον πρέπει να έχει ο Νίκος Καρβέλας, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι έστειλε δυο τραγούδια (εδώ).

Ινσέψιο

Από το αδικοχαμένο δουπού: Χάνκων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γενική -ίλα που βγαίνει από το ανθρώπινο κορμί. Φανταζόμαστε είτε ότι είναι οι οσμές που κυριαρχούν πιο έντονα, όπως ο ιδρώτας, είτε σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο οι οσμές των υγρών που φανερώνουν περισσότερο την επισφάλεια και θνητότητα της ανθρώπινης συνθήκης, όπως το αίμα και το σπέρμα. Η ανθρωπίλα μπορεί να είναι γενική, όπως τα χνώτα ενός ανθρώπινου πλήθους. Μπορεί να είναι η μοναδική ανθρωπίλα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου όταν απογυμνωθεί από φτιασίδια και ψιμύθια και μείνει στη γύμνια της οσμής του. Μπορεί, με λίγη φαντασία, να είναι το πώς μας μυρίζουν τα άλλα ζώα. Μπορεί να είναι τελείως υπαρξιακά η απόλυτη έκθεση στην επισφάλεια μέσα από την οποία γεννιέται η πιο στέρεη αγάπη. Πρόκειται για μια λέξη αγαπημένη συγγραφέων της οσμής, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας, η οποία όμως παραμένει, νομίζω, αδόκιμη, παρόλο που έχει απασχολήσει αρκετούς συγγραφείς.

  1. Ήταν σκοτάδι πήχτρα και μια μπόχα λίμναζε μουχλιασμένης ανθρωπίλας και τσιγαρισμένου κρεμμυδιού. Αθέατο, κάπου γύρω μας, ένα ραδιόφωνο μετάδινε από το Κάιρο αράπικα ερωτικά τραγούδια, όλο στριγγλιά και λάγγεμα. Πίσω απ' τις σαρακοφαγωμένες πόρτες τους, τ' αχτάρικα βγάζαν ένα μπερδεμένο πυρό χνώτο από μπαχαρικά. Σκιές μας κόβαν ξαφνικά τον δρόμο και μας καλησπερίσαν στα αράπικα, φιλήσυχα ή λίγο ειρωνικά. Το ραδιόφωνο έσβησε απότομα. Συναγερμός. Πάνω από την Αίγυπτο πετούσαν τα γερμανικά βομβαρδιστικά. (Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες Α΄, Η Λέσχη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1960, σ. 215).
  2. Η Ανθρωπίλα δεν είναι όμορφη, δεν είναι κομψή, δεν είναι λογοτεχνίζουσα λέξη. Μια λέξη που υιοθέτησα ...παίζοντας, κόντρα στην υποτιθέμενη ...συνώνυμη της, την ...ανθρωπιά. [...] Και μοιάζει θαρρείς η λέξη μου, να προβοκάρει , τα υψιπετή του Ουρανού. Αν μύρο αναβλύζει από τα υψιπετή της ...ανθρωπιάς, μυρωδιά εκκρίσεων, ιδρώτα, σπέρματος, αίματος λες και μυρίζει η ...ανθρωπίλα. Ένας Ουρανός...κόντρα σε μια Γη. [...] Και η Ανθρωπίλα είναι ο δικός μου, ο Γήινος ο Ουρανός. Είναι η μυρωδιά του φόβου του κάθε Χριστού που φωνάζει «Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί», είναι ο πόνος της κάθε Παναγιάς που θρηνεί σπαραχτικά «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;», είναι οι Πέτροι που σκιάζονται και λιποτακτούν, είναι οι Ιούδες που προδίδουν, είναι οι Θωμάδες που ψάχνουν να ακουμπήσουν τον τύπο των ήλων, είναι οι Μαγδαληνές που ταπεινές ερωμένες, γονατίζουν. [...] Κι όσων οι φωνές απο το πληθος για Ιησού υψώνονται, είναι αυτοί που έχουν να κάνουν εικόνισμα, την ελπίδα της γήινης Ανάστασης, δοξάζοντας το πιο μεγάλο έργο τέχνης που πλάστηκε ποτέ. Τον κάθε Άνθρωπο. Δοξάζοντας το μόνο μεγαλείο του, όχι την τελειότητα, αλλά την απόλυτη ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ του, λουσμένη στις πολλές αδυναμίες του... Δοξάζοντας την μόνη σωτηρία του, τη θαλπωρή της ...Ανθρωπίλας που ανακουφίζει μοιραζόμενη το βάρος του Σταυρού. [...] Σε όποια Ανάσταση κι αν προσβλέπετε συχωριανοί μου, σας την εύχομαι. Απλά, όπως αρμόζει στις μέρες που διαβαίνουμε, σας εξομολογήθηκα και τη δική μου. Την Ανάσταση της ...Ανθρωπίλας. Με τον προσήκοντα σεβασμό...στη Γη. (Κατερίνα).
  3. Μύριζε ο αγέρας σαπημένα φρούτα, λιβάνι κι αποκρουστική βαριά ανθρωπίλα. (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο).
  4. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος βγάζει μια ξεχωριστή μυρωδιά. Δεν την καταλαβαίνουμε γιατί μπερδεύονται οι μυρωδιές, δεν ξέρουμε ποια 'ναι δική σου και ποια δική μου. Καταλαβαίνουμε μονάχα πως ο αγέρας βγάζει μια βρώμα και τήνε λέμε ανθρωπίλα. Άλλοι την ανασαίνουν σαν λεβάντα. Εμένα μού ΄ρχεται να κάνω εμετό. Ας είναι. Αυτό είναι άλλου παπά τροπάρι. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά).
  5. Η σέλφι του Τσίπρα στο Αργος (αγάπη ρε, και ανθρωπίλα!) (Νίκος Ξυδάκης στο Τουίτερ).
  6. -Μετά δε μυρίζει ο άλλος ανθρωπίλα, αλλά σαν απορρυπαντικό. Μπλιάχ! ...
    -Μπλιάχ! Και ποιος σου είπε ότι θέλει ολος ο κόσμος να μυρίζει την... ανθρωπίλα σου? (Εδώ).

"Σε σας μιλάω που ξερνάτε ανθρωπίλα, τη μουγκαμάρα σας και του μπλα μπλα την ξευτίλα" Σανταζίνια έφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified