Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες αποπάνογλου:

  1. Ο γείτονας που είναι απώ πάνω σε μια πολυκατοικία, και ακούει μουσική στην διά πασών ή κάνει άγριο σεξ σε αντίθεση με σένα.

  2. Αυτός που έχει ποστάρει πριν από σένα σε έναν διαδικτυακό διάλογο.

Δεν είναι απαραίτητα μικρασιατικής καταγωγής, αλλά συχνά είναι μικροαστικής καταγωγής.

  1. ο αποπανογλου δεν εχει σταματησει να τραγουδαει το «ευτυχως τρελαθηκα», απο τοτε που τελειωσαν οι @radioarvyla....α ρε @Onirama_band (Εδώ).

  2. Συμφωνώ με τον αποπάνογλου για τις ευθύνες των Κυπρίων πολιτικών, αλλά πιστεύω ότι ένας κάποιος κίνδυνος συστημικής μετάδοσης υπάρχει (Στο περίπου από Φέισμπουκ).

Δες και -ογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψάχνω στο skroutz.gr για φθηνές τιμές. Χρησιμοποιείται και ως αμετάβατο ρήμα, λ.χ. κάθομαι και σκρουτζάρω και ως μεταβατικό, δηλαδή σκρουτζάρω κάποιο προϊόν.

Ο γούγλης δεν δίνει για το σκρουτζάρω κάποια ευρύτερη σημασία, λ.χ. είμαι τσιγκούνης κ.τ.ό., πάντως από τον ίδιο ήρωα, τον Ebenezer Scrooge του Charles Dickens που αναλήφθηκε από τον Scrooge McDuck του Walt Disney βγαίνουν οι εκφράσεις Σκρουτζ και σκρουτζιές.

Πάσα: Gatzman.

  1. Απο που το πήρες αν επιτρεπεται;Σκρουτζαρω εδω και καιρο και δεν βγαζει τπτ. (Εδώ).

  2. Το προβλημα δεν ειναι η τιμη που το φερνουν, το προβλημα ειναι γιατι κλειδωνουν την τιμη του... Πως γινεται ολα τα προιοντα απλα να τα σκρουτζαρεις και να τα βρισκεις 50-100€ φθηνοτερα απο τα γνωστα μεγαλα καταστηματα, αλλα τα προιοντα της apple να ειναι κλειδωμενα σε μια τιμη...!!! (Εδώ).

  3. Γυρω στα 80ευρω τη σκρουτζαρω οποτε το απογευματακι αν προλαβω θα πεταχτω για αγορα!! (Εδώ).

(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο James Bond, όπως πρωτοακούστηκε σε ευτελές ελληνικό τραγούδι των 60's (περιλαμβάνεται στη συλλογή «Φόλα Παρτίδα»)

  2. Αυτός που είναι εξοπλισμένος με τα ακριβότερα και πιο εξελιγμένα γκάτζετ και τα επιδεικνύει πουλώντας μούρη.

  3. Ο ριψοκίνδυνος, αυτός που αντέχει και επιβιώνει και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όλως παραδόξως χωρίς καν γρατζουνιά, συχνά συνώνυμο του Ράμπο, ή κομμάντο.

  1. ...Τζέμης Μποντ θα γίνω, για να σε αποκτήσω...
    ...θα γίνω, θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ

  2. (σε καφενείο χωριού):
    - Κρύψε ρε Σάκη το άη φον και μας κοιτάει όλο το χωριό!
    - Κάτσε ρε Μπάμπη, εσεμές στέλνω!
    - Στείλε από το δικό μου ρε μαλάκα, θα σε περάσουν για τον Τζέμη Μποντ! Μου έχεις κοτσάρει και το bluetooth στο αυτί, φιρί φιρί το πας να μας την πέσουν!

  3. - Τα έμαθες για τον Τάσο ρε ψηλέ;
    - Όχι, τι έκανε πάλι το θηρίο;
    - Ανέβηκε προχτές στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία...
    - Και τον χτύπησε το ρεύμα;
    - Όχι, χειρότερα! Έπεσε στο κενό!
    - Τι λε ρε φίλε; Αυτός μένει και σε 5όροφη! Πού νοσηλεύεται να πάω να τον δω; Ή μήπως ήρθαν τα χειρότερα;
    - Εδώ είναι το αστείο! Ούτε γρατζουνιά! Έπεσε πανω σε καρότσα με σεντόνια, είχε λαϊκή από κάτω!
    - Τι λες τώρα ρε φίλε, Τζέμης Μποντ ο δικός σου...
    - Αλλά ο γύφτος τον κατσάδιασε γιατί του γκρέμισε την καρότσα...
    - Πω, απίστευτο, κάτσε λίγο να συνέλθω...

Χρήστος Κορωπιώτης «Τζέμης Μποντ» (από vikar, 12/08/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified