lvliazo, leveliazo, levelιάζω.

Χρησιμοποιείται σε ηλεκτρονικά παιχνίδια κατά αποκλειστικότητα. Σημαίνει η γρήγορη απόκτηση level που θα σε πωρώσει ακόμα περισσότερο με το παιχνίδι, με αποτέλεσμα την απώλεια χρημάτων και την πρόσληψη βάρους, μια που όλη η ημέρα θα καταναλώνεται στον υπολογιστή, που καταναλώνει ρεύμα και εσείς με τη σειρά σας θα καταναλώνετε συνέχεια φαγητό μια που θα κουράζεστε από της αλλεπάλληλες μάχες με τέρατα ή άλλους παίκτες.

Κοίτα τον να δεις! Λεβελιάζει όσο γρήγορα τρώει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γράφω σε blog. Ανεβάζω, κάνω upload. Από το Αγγλικό ρήμα to post.

Πρόλαβα να ποστάρω πρώτος σε αυτή την τελεταυταία απόπειρα των κουρελιών να δημιουργήσουν μια διαδικτυακή οντότητα για το βιβλίο άλλου στυλ.

(Το αντέγραψα με copy and paste από blog χωρίς να αλλάξω τίποτε.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ελληνική απόδοση του phishing, της ηλεκτρονικής απάτης που προσπαθεί να παρασύρει τα θύματα της στο να αποκαλύπτουν προσωπικά τους στοιχεία (π.χ. όνομα, διεύθυνση, αριθμό τραπεζικού λογαριασμού ή πιστωτικής κάρτας, ΡΙΝ και δεν συμμαζεύεται).

Ο πσαράδες χρησιμοποιούν μπαμπέσικες τακτικές όπως την αποστολή πλαστών εμαιλ δήθεν από γνωστή τράπεζα, εταιρεία, δημόσιο οργανισμό, ή γνωστή ιστιοσελίδα ηλεκτρονικού εμπορίου.

Σε άλλες περιπτώσεις, αποστέλλονται πιμί από λιμπιντιάρικα γυναικεία νικ που υπόσχονται να στείλουν φωτογραφία εάν τους στείλεις την ηλεκτρονική τους διεύθυνση. Όσοι κυβερνοπέφτουλες ανταποκριθούν μοιραίως θα βρεθούν προ εκπλήξεων.

- Ρε φίλε καλημέρα. Κάποιο άτομο, μάλλον γυναίκα πρέπει να ναι, χρήστρια του slang, cindyforallλέγεται, μου έστειλε μήνυμα λέγοντας πως της άρεσε το προφίλ μου (μια φωτογραφία από Καστελόριζο υπάρχει εκεί) και ζητάει mail, και θέλει λεει να μάθει κάποια στοιχεία για μένα. Λεει πως αν τα στείλω, τότε θα μου στείλει φωτογραφία. Έχει κάνει κάτι αντίστοιχο και σε σένα; Κάτι μου λεει πως το χει στείλει σε πολλούς. Εγώ πάντως δεν νομίζω πως θα στείλω τίποτα. Κάτι δε μου αρέσει.

- Και σε μένα και σε άλλους. Μάλλον κάνει πσάρεμα για πιστωτικές κάρτες και έτσι. Μακριά φίλε μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.

Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.

Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.

Ασίστ: AN21

- Ομιτζίθρα! Η Mes είπε Ζερβίνιο και όχι Θερβίνιο!! Ου λα λα!
(από εδώ)

- Dogs anime! Ομιτζίθρα! Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Αν το πάρει αξιοπρεπές studio, έχουμε ελπίδες!
(από εδώ)

- omitzithra!
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει την πλήρη απώλεια επικοινωνίας στην οποία έχει περιέλθει ένα άτομο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η επικοινωνία μαζί του. Η κατάσταση «οφλάιν» συνδέεται άρρηκτα με την προσωρινή προβληματική εγκεφαλική επεξεργασία, που συνήθως οφείλεται είτε:

  • Στην άγνοια του ατόμου επί του θέματος, ή
  • Στην ανεπαρκή αντιληπτική λειτουργία, ως νομοτελειακό επακόλουθο μιας προηγηθείσας κατάστασης νιρβάνας.

    Πατέρες του λήμματος είναι οι nerds που περνούν αναρίθμητες ώρες στα netcafe cyber-iάζοντας, και παραλληλίζουν την ανικανότητα κάποιου να γίνει δέκτης πληροφοριών με αυτή ενός αποσυνδεδεμένου από το internet υπολογιστή.

  1. - Έχω παπάδες... πάμε για προ...;
    - Προ...; μα δεν έχουμε playstation...
    - Omg ρε μαν... είσαι οφλάιν τελείως... να πιούμε κάνα γάρο εννοώ...

  2. - Πωωω , φίλε!! Βγήκε το ironman 2, πάμε να το δούμε;;
    (ξύπνημα από φάση νιρβάνας) - Εεεεε; τι είπες ρε ;
    - Καλά... άσ' το... τσάμπα χάνω τα λόγια μου... εσύ είσαι οφλάιν...

(από Galadriel, 12/10/11)

βλ. και σιζοφλάει, οφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μονίμως ο Έλληνας εδώ και τουλάστιχον 30 χρόνια.

Καθολικώς και αεί συνδρομηταί στην υπηρεσία. Φοριέται παντού.

Ασίστ: Λ.Π.

  1. Στο ταμείο παρεισφρέει γέροντας παρακάμπτων την ουρά:
    - Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε... κύριος, επ, σειρά κύριος...
    - (...........)
    - Μην το ψάχνεις, mycosmos.gr

  2. Στον δρόμο:
    - Ρε φίλε, μην το βάζεις εδώ το αμάξι, δεν μπορούν να περάσουν τα καροτσάκια!
    - Και πού να το βάλω;
    - Θα σού 'λεγα αλλά έχε χάρη που είσαι mycosmos.gr!
    - Α;

  3. Στην σχέση:
    - Πιπίτσα, τα πράγματα δεν πάνε καλά στο μαγαζί...
    - Αχ είπες μαγαζί και θυμήθηκα, είδα κάτι γόβες στο ΝΑΚ...
    - Άιντε, mycosmos.gr είσαι και συ!

  4. Στην παρέα:
    - Η άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της στα ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι μονόδρομος τα αντιλαϊκά μέτρα που κατακρεουργούν ό,τι απέμεινε από το ασφαλιστικό, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, η υπαγωγή της χώρας στην επιτήρηση της ΕΕ και του ΔΝΤ... (http://kkeisageek.freehostia.com/)...
    - Άσε, κατάλαβα, mycosmos.gr, φύγαμεεεε!

(από Stravon, 14/06/10)(από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γκουγκλάρω, η οποία, παρόλο που ακόμα δεν δίνει πολλά αποτελέσματα στην Αναζήτηση (και παρόλο που λέμε «γκουγκλ» και όχι τόσο γούγλε) τείνει να επικρατήσει. Ίσως γιατί στη λέξη αυτή είναι πιο δόκιμη και σαφώς διασκεδαστική η ελληνοποίηση (το -γ- δηλαδή), παρά σε άλλες περιπτώσεις (όπως το κωμικό πια Χάυδν αντί Χάυντν).

Γουγλάρω: είμαι στο ίντερνετ και ψάχνω πληροφορίες ή εικόνες ή βίντεο για κάτι.

Γουγλάρω κάποιον: ψάχνω σαν τον χαφιέ ή σαν την κυρα-περμαθούλα να μάθω ό,τι μπορώ προτού επισυνάψω σχέση (κάθε είδους) με κάποιον.

Η λέξη ακόμα δεν έχει βρει την οριστική ελληνική μορφή της ή την απόλυτη σημασία της. Εδώ στο σλανγκρ φαίνεται μέρος της πορείας της:

γόογλε / γούγλε
γκουγκλάρω
γούγλε γούγλε
ψαχτήρι
καθώς και εδώ

  1. - Τι να απέγινε εκείνο το αρχίδι που με παρακολουθούσε πριν τρία χρόνια;
    - Ξέρω και γω, για γουγλάρισέ τονα μπας και διαβάσεις ότι τον χώσαν στην στενή.

  2. Μωρό μου, μπαίνω μισό να γουγλάρω κάτι που χρειάζομαι ακόμα και μετά φεύγουμε, οκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία των αγγλικών λέξεων «bye bye». Αναλογεί προς τα ελληνικά: «αντίο», «τα λέμε».

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο τέλος της γραπτής κυρίως διαδικτυακής επικοινωνίας των νέων (μέσω msn, facebook, my space, skype κ.ο.κ.) ως αποχαιρετισμός. Επιπλέον, εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό και στην προφορική τους (είτε άμεση/ απευθείας είτε μέσω βιντεολήσεων) επικοινωνία.

Στην Αγγλική αποτελεί συντομογραφία πάμπολλων λέξεων, φράσεων ή λεκτικών φράσεων˙ π.χ. baby (κυρίως στο διαδίκτυο), best buddy, bachelor of business, ball bearing, base on balls, blue book, B'nai B'rith κ.ά.

Συνώνυμη (ως προς τη σημασία και την συγκειμενική της χρήση) αποτελεί η σλανγκική συντομογραφία (της Αγγλικής) cya [< see you· αντικατάσταση της λέξης «see» με το ομόφωνο γράμμα της αγγλικής αλαφαβήτου «c» + τον αγγλικό σλανγκικό τύπο της λέξης «you»: «ya»).

Νίκος: Αντέ, τα λέμε Γιωργάρα!
Γιώργος: ΒΒ μεγάλε!

Δες και έλα (κλισέ σλανγκ χαιρετούρες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified