Further tags

Ο όρος κυβερνητική αποτελεί αντιδάνειο από το αγγλικό Cybernetics, που προέρχεται από την ελληνική λέξη κυβερνήτης= πηδαλιούχος, οιακιστής, κυβερνήτης, πιλότος. Η κυβερνητική είναι η θεωρία για τον έλεγχο και την επικοινωνία της κανονιστικής ανατροφοδότησης (feedback, σλανγκιστί= πισωτάισμα) σε ένα σύστημα βιολογικό, κοινωνιοτεχνολογικό ή κοινωνικό. Αν και η κυβερνητική αρχίζει περίπου στην εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, είναι οι νέες τεχνολογίες, όπως το Διαδίκτυο, που έχουν απογειώσει την κυβερνητική και έχουν δημιουργήσει ένα είδος σχετικής κουλτούρας, την cyberculture, σλανγκιστί κυβερνοκουλτούρα.

Για να περιγραφούν τα νέα ιδιάζοντα φαινόμενα της κυβερνοκουλτούρας του Διαδικτύου έχουν χαλκευθεί στα αγγλικά πολλές λεξιπλασίες, τις οποίες θα επιχειρήσω να μεταφράσω στα ελληνικά σε σε δεύτερη παγκόσμια αποκλειστική μετάδοση. Εννοείται ότι πολλά χάνονται στην μετάφραση και είναι υποκείμενα βελτιώσεων, αν και επίσης πολλά είναι αντιδάνεια απ' την ελληνική. Πηγή μου για τους ορισμούς των αγγλικών όρων είναι το βιβλίο: BELL, David, Cyberculture Theorists. Routledge: London, 2007. Το χαρακτηριστικό πολλών από αυτές τις λεξιπλασίες είναι ότι αποδομούν τα διπολικά σχήματα του παρελθόντος με το να συμφύρουν πρώην αντιθετικές έννοιες στην ίδια λέξη. Λοιπόν:

- παντοπικοποίηση, η / glocalization (<globalization & localization): Το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει φέρει ταυτόχρονα μια έξαρση της τοπικότητας.

- παιδιασκέδαση, η / edutainment (<education & entertainment): To γεγονός ότι στο Ίντερνετ είναι συνυφασμένες η εκπαίδευση και η διασκέδαση, όπως λ.χ. στην Βικούλα ή στο slang.edu.

- παραγαναλωτής, ο / prosumer (<producer & consumer): Το γεγονός ότι ο «καταναλωτής» του Διαδικτύου είναι ταυτοχρόνως και παραγωγός μέσω ποικίλων μορφών διάδρασης, όπως τα βλόγια.

- πληροφοριφήμιση, η / infomercials (<information & commercials): Το γεγονός ότι συμφύρεται τι είναι εμπορική διαφήμιση και τι πληροφορία. Και για την απλή πληροφορία δίνεται μάχη, όπως για την ιδιοτελή διαφήμιση.

- τεχνοσταλγία, η / technostalgy (<technology & nostalgy): Η καλλιέργεια μέσω της τεχνολογίας μιας παράδοξης νοσταλγίας του μέλλοντος, μιας νοσταλγίας για ρομαντικές φουτουριστικές ουτοπίες, που ξέρουμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι που θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ή, αντιστρόφως, το να νοσταλγούμε προβολές από το παρελθόν στο μέλλον, οι οποίες έχουν (εν μέρει ή ολικώς) διαψευστεί, λ.χ. να βλέπουμε νοσταλγικά την ταινία «2001» του Kubrick.

- τεχνουάρ, ο / τεχμελανός, ο / μελάντεχνος, ο / technoir (<technology & noir) Κάποιος που κάνει δυσοίωνες και καταστροφολογικές προβλέψεις για τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στο μέλλον της ανθρωπότητας. Ή, μπορεί να είναι και ένα ολόκληρο genre ταινιών ωσεί θρίλερ με θέμα έναν εφιαλτικό φουτουρισμό, λ.χ. το Gattaca, που ονομάζονται έτσι κατά το film noir.

- δυστοπία, η / dystopia: Το αντίθετο της παραδεισιακής ουτοπίας. Μια τεχνουάρ κινδυνολογία για μελοντικές κολάσεις λόγω της τεχνολογίας.

- Χιμερική, η / Chimerica Από τα χίμαιρα και China και America: Η τελείως χιμαιρική αλληλεξάρτηση Κίνας και Η.Π.Α. στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, από την οποία βολεύονται με τον τρόπο τους και οι δύο προς το παρόν, αλλά κάποτε μπορεί να σκάσει πως αποτελεί μια χίμαιρα, που δεν μπορεί να κρατά επ' αόριστον, και να τρέχουμε.

- κυβερνοπάνκ, ο / cyberpunk : Μεταξύ άλλων ένα genre ταινιών και βιβλίων, όπως το Blade Runner του Ridley Scott. Βλ. και την Βικούλα.

- Άλλοι όροι με α' συνθετικό το -cyber είναι τα: cyberspace, cyberprep, cybersex, cybercity, cyberpolicy, cyberfeminism, cyberpsychology, cyberquake, cyberlife, για τα οποία οι μεταφράσεις είναι εύκολες, όπως το ήδη σλανγκογραφηθέν κυβερνογαμήσι. Σημειωτέον, ότι οι όροι αυτοί μπορούν να σλανγκιστούν έτι περαιτέρω με το να συσχετιστούν με την ξεφτίλα της κυβέρνησης. Λ.χ. οι όροι κυβερνοκουλτούρα και κυβερνογαμήσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για φαινόμενα Ζαχόπουλου.

- Επίσης, ο όρος navigating = πλοηγούμαι-πλοηγώ, θεωρείται πασέ, και πιο προχώ θεωρούνται οι όροι cycling through και windowing, που περιγράφουν το να τρέχεις πολλά παράθυρα ταυτόχρονα και να τα διασχίζεις και δουλεύεις όλα μαζί, ιδίως αν μπορείς να τα έχεις όλα παράλληλα σε μια οθόνη, όπως κάνουν ιδιαίτερα οι μακάκιες. Οι όροι θα μπορούσαν να αποδοθούν ως: Διακυκλίζω και διαπαραθυρίζομαι. Οπότε και το ρήμα εκπαραθυρώνομαι μπορεί να σλανγκιστεί αναλόγως.

Υπάρχουν και πολλοί άλλοι όροι, αλλά τέσπα, αρκετή οθονιά για σήμερα...

Από ένα κυβερνοκουλτούρα να φύγουμε άρθρο του in.gr.

Η κυβερνοκουλτούρα δεν είναι απλώς μια τάση ούτε ένα κίνημα, όπως απαίδευτα διαμηνύεται συχνά. Είναι η πολιτιστική μεταβολή της πραγματικότητας των ανθρώπων, οι οποίοι δέχονται ή παρασύρονται να δεχτούν την τεχνολογία ως ένα ακόμα στάδιο εξέλιξης.

Οι πολίτες του Διαδικτύου αποδεικνύονται δημιουργοί και εφευρέτες εφόσον κάθε αποτελεσματική χρησιμοποίηση μιας γνώσης αποτελεί αυτοφυώς μια ευρετική, μια δημιουργία. Στο Διαδίκτυο αναιρείται ο επίσημος κώδικας αναγνώρισης των γνώσεων ενώ οι πολίτες του μεταφέρουν και δυνητικά κυοφορούν μια γνώση της οποίας η διάδοση δεν την ευτελίζει και η ιδιοποίησή της δεν την καταστρέφει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω ένα κουμπί στο ποντίκι του υπολογιστή μου. Μιμητικό, εκ του ήχου κλικ.

Γνωστό και ως ποντικιάζω ή, σε περίπτωση διπλού κλικαρίσματος, διπλοποντικιάζω.

  1. - Θα κλικάρω με το ποντικάκι μου και θα σε καταδώσω |…—…|
    (από εδώ)

  2. - Όταν κλικάρω σε ένα λινκ δε μου ζητάει λεφτά ή τίποτα... Με ρωτάει αμέσως αν θέλω να κατεβάσω το .wmv αρχείο.
    (από εδώ)

να εδώ, στην κλικορίδα! (από BuBis, 30/09/09)(από jesus, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυματοδρομώ ή πλοηγούμαι στο διαδίκτυο, χωρίς απαραιτήτως να ψάχνω για κάτι το συγκεκριμένο.

Εκ του αγγλικού surfing, αβέβαιης ετυμολογίας.

  1. - Σερφάρω στο internet με ασφάλεια! Κάνεις surfing στην θάλασσα χωρίς να ξέρεις τους κανόνες ή χωρίς να ξέρεις κολύμπι; Το ίδιο ισχύει και για το internet. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις να σερφάρεις χωρίς να ξέρεις τους κανόνες!
    (από εδώ)

  2. - Mπορώ να σερφάρω μεσω τις τοστιέρας μου στο Internet;
    (από εδώ)

Ώρα για σερφ! (από Vrastaman, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Γόογλε ή γούγλε: το google.

Ρήμα: γουγλάρω/-εις/-ει/-ουμε/-ετε/-ουν.

  1. Πάτησα γόογλε διότι νόμιζα πως ήταν στα αγγλικά και με έβγαλε στο google!!!

  2. Γούγλαρέ το. (ψάχτο στο γούγλε... erm... hi hi hi, google!!!)

Google Search (από panos1962, 05/11/09)

Δες επίσης γκουγκλάρω, γούγλε γούγλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεθνής λέξη του διαδικτύου, από το αγγλικό ρήμα stalk (= καταδιώκω/παρακολουθώ αθέατος, παραφυλάω).

Stalker λοιπόν είναι ο ψυχάκιας του ίντερνετ. Μέλος διαδικτυακών κοινοτήτων διαφόρων ειδών (π.χ. forum, chatroom, blog, Facebook, MSN κτλ.) και κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία του μέσου, ελέγχει με αρρωστημένη απόλαυση τις κινήσεις των άλλων χρηστών στο ίντερνετ (π.χ. αν και πότε βρίσκονται online κάπου, αν και τι ποστάρουν κτλ).

Από εκεί και πέρα μπορεί:

•να γίνεται πόνος σε κάποιον, ζαλίζοντάς του τ'αρχίδια κάθε φορά που τον πετυχαίνει online.

• Να συλλέγει πληροφορίες για την πραγματική ζωή (δηλ. τη ζωή εκτός ίντερνετ) κάποιου χρήστη και να τις χρησιμοποιεί για να τον απειλήσει.

• Να παρενοχλεί σεξουαλικά κάποιον/-α, δρώντας σαν cyber δράκος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης είναι να στέλνει στο θύμα την τσαπού του μέσω e-mail.

• Από εκεί και πέρα υπάρχουν πολλές πιθανότητες και υποπεριπτώσεις γιατί, ως γνωστόν, όλοι οι ψυχάκηδες στο ίντερνετ έχουμε μαζευτεί!

Κύριο χαρακτηριστικό του stalker πάντως είναι η ψυχολογική βία/τρομοκρατία που ασκεί στους άλλους χρήστες.

(Από συζήτηση κομπιουτεράδων/ιντερνετάκηδων)
- Θυμάσαι εκείνον τον albanty78;
- Στο φόρουμ για τα γλυκά του κουταλιού δεν ήταν αυτός;
- Ναι, σωστά! Ο τύπος ήταν τρελός stalker, καθόταν όλη μέρα στο PC και κοίταζε τι κάνει ο καθένας μας εκεί μέσα!
- Ναι, με είχε ζαλίσει κι εμένα... Ευτυχώς με το μπαν γλυτώσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ίντερνετ χρησιμοποιείται όταν ο λογαριασμός κάποιου σε κάποια διαδικτυακή κοινότητα (π.χ. site ή forum) ή σε πρόγραμμα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook, Myspace) απενεργοποιείται (για κάποιο διάστημα ή μόνιμα) από τον υπεύθυνο administrator.

Ενεργητικός τύπος: ρίχνω/ κάνω ban
Παθητικός τύπος: τρώω ban

To ban γίνεται συνήθως για τρεις λόγους: για spamming, για trolling ή για stalking. Δηλαδή το ban το τρώει κάποιος που ποστάρει διαφημίσεις, γαμάει την συζήτηση ή ασκεί ψηφιακή τρομοκρατία ή σεξουαλική παρενόχληση σε άλλους χρήστες.

Αν και το ban είναι ανακούφιση για τους υπόλοιπους χρήστες όταν ρίχνεται σωστά, είναι μέγιστη πίκρα για κάποιον όταν το τρώει κατά λάθος ή από παρεξήγηση.

Στην πραγματική ζωή η έκφραση τρώω/ρίχνω ban μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάλογες περιστάσεις (βλ. παράδειγμα 5).

  1. (από εδώ)

«για να μην κουράζω και να μην κολάνε από τα μέλια και τις ρομαντζάδες οι χρήστες του φόρουμ αυτού...

κάνω ban τον εαυτό μου και δεν πρόκειτε να ξαναμιλήσω στο φόρουμ αυτό.
γιατί ρε μοντς κάνετε μπαν τους χρήστες που δεν πρέπει ;»

  1. (από εδώ)
    «ο καθενας λεει τον πονο του...ποιος αλλος θα μας καταλαβει;θα πας στην γκομενα κ θα πεις εφαγα μπαν κ επαθα το ενα κ το αλλο;θα σε κοιταει σαν να της λες οτι ηρθαν εξωγηινοι...»

  2. (από εδώ)

«Αν θα κάνω λίγα Σπαμ
λες να φάω κανά ΜΠΑΝ;

Κανέναν δε θέλω να κοντράρω
παρά μόνο να σπαμάρω

Κάνω όλα τα τόπικ χάλια
άλλα οι συντονιστές τσακάλια»

  1. (η συνέχεια του προηγούμενου, πάλι από εδώ)

«αυτοκράτωρ με φωνάζουν
μπαν τους ρίχνω και τρομάζουν

όλοι να σπαμάρουν θέλουν
και τα τόπικ καταστρέφουν

μεσ τα τοπικ τριγυρνώ
με τα μπαν καραδωκώ

τσικ..τσικ..τσιιιιιιιιιιικ..........ΜΠΑΝ»

  1. Τι έγινε ρε με τη γκομενίτσα που έψηνες; Βγήκατε;
    - Άσε ρε φίλε, μου έδωσε το τηλέφωνό της αλλά από τότε που της είπα να βγούμε έφαγα μπαν!
    - Δηλαδή;;
    - Σταμάτησε να απαντάει στα μηνύματα και δεν σηκώνει το κινητό...

Είναι προσωπικό το δράμα που ξεδιπλώνω μπροστά σας... (από Cunning Linguist, 20/04/09)

Σχετικά: μπανάνα, μπανάκι, μπανιστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα κομπιουτερίστικα είναι κυρίως το πώς ένας χρήστης αναπαριστά τον εαυτό του ή το alter ego του, είτε στην μορφή ενός τρισδιάστατου μοντέλου σε παιχνίδια υπολογιστών, είτε μιας δισδιάστατης φωτογραφίας ή άλλης εικόνας σε φόρα και άλλες κοινότητες του Ίντερνετ, είτε μιας κειμενικής κατασκευής στα λεγόμενα MUDs (Multi-User Domains).

Γενικά, είναι ένα «αντικείμενο», που αποτελεί την ενσάρκωση του χρήστη. Ο όρος «avatar» μπορεί επίσης να αναφερθεί στην προσωπικότητα, που συνδέεται με το όνομα στην οθόνη, ενός χρήστη του Διαδικτύου.

Η λέξη προέρχεται από τα Σανσκριτικά (!), όπου ο όρος σημαίνει την «ενσάρκωση» ενός θεού, λ.χ. ο Κρίσνα είναι άβαταρ του Βισνού. Βλ. την Βικούλα σχετικά. Το νόημα είναι ότι με το άβαταρ ο αόρατος και άγνωστος χρήστης «ενσαρκώνεται» τρόπον τινά.

Σλανγκιστί, το άβαταρ είναι κάτι για το οποίο είμαστε πάρα πολύ περήφανοι και ευχαρίστως θα το κάναμε μέρος της διαδικτυακής (ή όποιας άλλης) περσόνας μας. Μπορεί λ.χ. να είναι μια φωτογραφία, όπου βγήκαμε πάρα πολύ όμορφοι/ες, μια σούπερ ντούπερ ατάκα, που εκφράζει τον βαθύτερο ψυχικό μας κόσμο, μια προσωπικότητα υπαρκτή ή φανταστική που θαυμάζουμε και με την οποία ταυτιζόμαστε φαντασιωδώς κ.ο.κ.

  1. Μένιος: Άστα ρε Γιώργο, της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός!
    Γιώργος: Έτσι, όπως τα λες, Μένιο μου! Οι κλέφτες σου ζητάνε να διαλέξεις: «Τα λεφτά σου ή την ζωή σου». Οι γυναίκες στα παίρνουν και τα δύο!
    Μένιος: Πω ρε υπερπόντιε! Τι ατάκα ήταν αυτή! Μιλάμε για ατάκα άβαταρ!

  2. Οσον αφορά στο αβατάρι, να αποφύγεις κάποιο γατάκι ή ό,τι έχει να κάνει με τον Παναθηναϊκό (τριφύλλια κτλ κτλ). Μπορεί η κοινοτοπία να είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει, δε χρειάζεται να το φωνάζει και το αβατάρι σου!!!! (Δες)

  3. Άλλος έχει το όνομα κι άλλος το αβατάρι . (Δες)

Το βρώμικο άβαταρ. (από Dirty Talking, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επικόλληση αυτό που μόλις πριν έκανα αντιγραφή, σε υπολογιστή με Λειτουργικό Σύστημα Γραφικής Ενδομετώπης Χρήστη (Graphical User Interface), όπως γιά παράδειγμα τα Παράθυρα της Μικρομαλακιάς (Microsoft Windows).

Από το αγγλικό copy paste.

- Δεν προλαβαίνω ούτε με σφαίρες να παραδώσω την ιστοσελίδα μέχρι αύριο.
- Έλα μωρέ! Πάστωσε τους δυό - τρία κοπίδια από ένα άλλο και πάμε για μπύρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mode αγγλιστί είναι ο τρόπος, η μορφή συμπεριφοράς (<λατ. modus, βλ. modus vivendi, μόδα). Συναντάται συχνότατα στα προγράμματα των υπολογιστών και υποδηλώνει ότι μια εφαρμογή δουλεύει με έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας από τους πολλούς με τους οποίους έχει εφοδιαστεί από τον σχεδιαστή της, με σκοπό να προσαρμοστεί καλύτερα στις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις απαιτήσεις του χρήστη και να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (βλ. safe mode των windows, edit mode στις βιντεοκάμερες κοκ).

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πως έχουμε εισέλθει σε έναν τρόπο συμπεριφοράς και επιλογών διαφορετικό από τον συνηθισμένο μας διότι, είτε οδηγηθήκαμε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε παρακινηθήκαμε από μια εσωτερική παρόρμηση που μας άλλαξε την ψυχολογία. Η καινοφανής αυτή συμπεριφορά μας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή και λογικά τερματίζεται όταν οι καταστάσεις ομαλοποιηθούν, όταν μας περάσει το σκάλωμα που φάγαμε ή, αλίμονο, όταν μας κόψουν όλοι από φίλο.

  1. - Καφεδάκι, τσιγαράκι, μάτι τα περαστικά παστάκια... Αυτή είναι ζωή ρε φίλε...
    - Ξέρεις ότι απαγορεύεται γενικώς το κάπνισμα από το καλοκαίρι ε;
    - Τι μου σπας τ' αρχίδια τώρα; Δε βλέπεις που μόλις ρούφηξα την πρώτη γουλιά μπήκα σε μοντ χαλαρουά;
    - Νταξ ρε φιλαράκι, με συγχωρείς...

  2. - Πού είσαι ρε κολλητέ, πού σε βρίσκω;
    - Στο δρόμο, τρέχω, λέγε!
    - Εεε, τίποτα μωρέ, είμαι κέντρο κι έλεγα να βρεθούμε για καφεδάκι...
    - Αποκλείεται, ήρθε η τελική παραγγελία και τρέχω σαν πούστης...
    - Πότε θα σε δούμε επιχειρηματία μου;
    - Όταν τελειώσω. Τώρα είμαι σε μοντ παλαβομάρας, ούτε σπίτι μου πάω, στο εργοστάσιο κοιμάμαι, γάμησέ τα...
    - Καλά ρε συ, θα πάω να βρω τα παιδιά από το προηγούμενο παράδειγμα...

  3. - Ρε συ, τι σλανγκοσπέκουλα παίζει με τα λήμματα στο slang.gr;
    - Δηλαδή;
    - Από 9967 το πρωί έχουν φτάσει 9992 το απόγευμα και έχουν κολλήσει εκεί!
    - Σλανγκοΐντρικα! Νομίζουν ότι ο ρουμάνος θα δώσει κανένα βραβείο στον 10000ό κι έχουν μπει όλοι σε μοντ αναμονής με έτοιμο λήμμα...
    - Εγώ πιστεύω ότι οι σέρνερ του σάιτ δεν είναι έτοιμοι για τόση λημματολάσπη. Θα γίνει Y2K! Ο ουρανός θα πέσει στα κεφάλια μας! Μετανοείτε!
    - Α ρε Αφελίμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified