Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified