Further tags

Από το γνωστό στην κινητή τηλεφωνία μήνυμα «η κλήση σας προωθείται» που ακούμε όταν κάποιος δεν σηκώνει το τηλέφωνό του, οπότε πάει να γίνει σύνδεση με τον αυτόματο τηλεφωνητή.

Προωθώ κάποιον λοιπόν σημαίνει ότι γράφω κάποιον και τον αφήνω να περιμένει, πολλές φορές και ότι τον φτύνω. Συχνά συνοδεύεται από το επίρρημα κανονικά.

  1. - Έστειλες μήνυμα σ' εκείνο το γκομενάκι που γνωρίσαμε, να πάμε για ποτό και να φέρει καμιά φίλη της;
    - Της έστειλα και της ξανάστειλα, αλλά με προώθησε κανονικά...

  2. - Λοιπόν ζητήσαμε να δούμε τον διευθυντή για εκείνα τα λεφτά που μας χρωστάει, αλλά μας προώθησε κανονικά... Είναι απασχολημένος λέει...
    - Παπαριές μανίτσα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: γαμώ τη μάνα σου, και χρησιμοποιείται κυρίως σε παιχνίδια MMORPG...

- Ρε βλάκα νιώθεις..;; Σου είπα no ks..
- Άντε ρε ζωάδι , gtms..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκολλάω, από το ctrl+alt+del που ξεκολλάει τον υπολογιστή.

- Ακόμα κι αν χωρίσαμε, εμένα ακόμα μ' αρέσεις!
- Κοντροντιλίταρε!

Δες και χαιρετισμός των τριών δακτύλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Shut The Fuck Up (κοινώς σκάσε).

-bla... bla... bla... bla... bla... bla... bla... bla... bla... -STFU

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.

Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.

(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol

Μπουταρης (από polemarxos90, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της φράσης Για τον πούτσο παλικάρι (gia ton poutso palikari).

-Είναι τελείως άχρηστος, είναι gtpp.

Βλ. και gtb, GTP, gtpk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς καραλόλ, το πολύ lol, το πολύ αστείο-ειρωνικό.

(lol=Laugh Out Loud)

- Καρα-lol! Πολύ καλό το ανέκδοτο!

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified