Αυτός που κυριολεκτικά χέζεται πάνω του.
- Πάλι χέστηκες, ρε χεστίκα;
Αυτός που κυριολεκτικά χέζεται πάνω του.
- Πάλι χέστηκες, ρε χεστίκα;
Got a better definition? Add it!
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
Ο πανίβλακας, αυτός που δεν στροφάρει, ο γκιούμης.
- Αυτός είναι γκασμάς, ρε! Δεν παίρνει μπρος......
Βλ. και γκαζμάς, μπετόβεργα, τούβλο, στόκος.
Got a better definition? Add it!
Η πιο αγαπημένη λέξη όσων υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, αφού δηλώνει απόλυση από το στράτευμα.
Η συνηθισμένη σύνταξη είναι: [αριθμός σειράς] λελέ, π.χ. 293 λελέ, όμως υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές (βλ. παράδειγμα)
- Απολελέ και τρελελέ (απολύομαι και τρελαίνομαι)
- Ακούω λελεδόνια
- Ακούω λελοτουρμπίνες (δηλ. έρχεται το αεροπλάνο που θα με γυρίσει πίσω για την απόλυση)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν τα καταφέρνω.
Πάει κάποιος να προλάβει το τρένο, αλλά η πόρτα κλείνει και μένει απ' έξω. Αυτός έφαγε άκυρο.
Δες ακόμη: άκυρο, ρίχνω άκυρο, και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απο το τάγκα-νίκα. Χρησιμοποιείται για το στριγκάκι. Δροσερό αποκαλυπτικό γυναικείο (κατα βάση) εσώρουχο που χαρίζει στα κωλομέρια χώρισμα και σε εμάς χαρά.
-Έσκυψε που λες, Πανάγο, η Γεωργία και πετάχτηκε όξω η ταγκανίκα της. Γκαύλα σου λέω γκαύλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επίστρωση βρώμας η λεγόμενη και ως «μπίχλα» (απλά είναι πεπαλαιωμένη μπίχλα). Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και για την κίτρινη βρώμα που συσσωρεύει το πέος εσωτερικά του επικεφάλιου δέρματος. Συνήθως το λέμε μετά το ρήμα «πιάνω».
-Έχω να κάνω μπάνιο 11 μέρες και εχω πιάσει μάκα...
Βλ. και σκόρτσα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γκόμενα 3-D. Τόφαλος. Θεόχοντρη... που μέσα στις φλέβες της κυλάει κιμάς.
Ρε σύ!! Κοίτα μία χαβούζα που περνάει τον δρόμο... Άμα κυλήσει αυτή στρώνει άσφαλτο!!!
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παγωτό - γρανίτα για την κατανάλωση του οποίου απαιτείται σπρώξιμο του προϊόντος πιέζοντας τη μακρόστενη συσκευασία από κάτω και γλείψιμο / πιπίλισμα του προϊόντος που προεξέχει από πάνω.
- Κύρ-Κώστα, πιάσε ένα μάλμπουρο κι ένα σπρώξε-γλείψε για το μικρό...
Δες και καυλίππο
Got a better definition? Add it!