Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.

- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)

  2. μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα

  1. Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!

  2. - Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, ο τσίφτης.

Πού 'σαι ρε μόρτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).

Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)

Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η υπερβολική βρώμα, έντονη δυσοσμία.

Τι μπόχα είναι αυτή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρωμάει έντονα.

-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα όταν διώχνω κάποιον.

Εξαφανίσου! Χάσου από 'δώ! Αμόλα! Ουστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται με προστακτική σε κάποιον που του λέμε να φύγει, να μας αδειάσει τη γωνιά.

-Αμόλα ρε, σου λέω! Δρόμο!

Γιάννης Οικονομίδης, "Σπιρτόκουτο", 2002. Στο 6:15. (από patsis, 23/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified