Ποδοσφαιρικός όρος.
Η άκρως ελληνική λέξη για αυτόν που δεν τρέχει και δεν στρίβει. Η ρίζα της λέξης είναι ο βαλσαμωμένος με την ποντιακή κατάληξη «-ίδης».
-Άσε μωρέ με τον Βαλσαμίδη. Αν μάρκαρε δε θα τρώγαμε το γκολ...
Ποδοσφαιρικός όρος.
Η άκρως ελληνική λέξη για αυτόν που δεν τρέχει και δεν στρίβει. Η ρίζα της λέξης είναι ο βαλσαμωμένος με την ποντιακή κατάληξη «-ίδης».
-Άσε μωρέ με τον Βαλσαμίδη. Αν μάρκαρε δε θα τρώγαμε το γκολ...
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιρικός όρος. Σύνθετη λέξη με την γιουγκοσλάβικη κατάληξη «-ιτς».
Αυτός που δεν μπορεί να πετύχει την μπάλα με τίποτα, δεν τη βρίσκει στο πέρασμα της. Ούτε με σφεντόνα, ούτε με όπλο, ούτε και με κανόνι.
- Μωρέ 'ντάξ, φιλότιμος είναι.. αλλά πολύ δεντηβρίσκοβιτς ρε παιδί μου...
Δες και δεν τη βρίσκει με τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.
Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»
Got a better definition? Add it!
Το περιπολικό. Γιατί; Ε, γιατί όπως και το σλιπάκι, έτσι κι αυτό έχει μέσα @@.
Συνώνυμο : μπατσάδικο
- Μην τρέχεις ρε Γιάννη, θα μας σταματήσει το σλιπάκι. Δεν το βλέπεις;
Got a better definition? Add it!
Tο σοκ που θα πάθει η ελληνική κοινωνία έτσι και μάθει πόσοι διάσημοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες κ.ά. είναι ομοφυλόφιλοι/-ες.
- Kαλέ, έπαθα μια αδερφρίκη! Tα έμαθες για τον .....;
Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Γκέι φίλος μιας λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης.
- A, κοίτα, η Νατάσσα με τη λεσβιτρίνα της!
Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
O ομοφυλόφιλος που ερωτεύεται (πολύ) μεγαλύτερους σε ηλικία άντρες.
Ο Γιώργος; Αυτός ο παππούστης;! Αμ πούστης, αμ 22 χρονών, αμ γυρνάει με έναν άλλονα πού'ναι 50άρης και βάλε...
Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση , εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του. Θερμοκρασία άμμου: άνω των 45° C.
Άρχισε Λίτσα την αμμούμπα γιατί θα βγάλω φουσκάλες μέχρι να φτάσουμε στην πετσέτα!
Got a better definition? Add it!
Το ζέπελιν με τις συσκευές παρακολούθησης πάνω από την Αθήνα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 το οποίο μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και μάλιστα σε εξελιγμένη μορφή. Ο όρος ισχύει μόνο στην Ελλάδα.
-Ε ρε μ'αυτό το βλέπελιν τι έπαθα... Τους μούτζωσα τις προάλλες κι αυτοί τό 'δαν και ήρθαν και το παρκάρανε στο μπαλκόνι μου γι αντίποινα...
Got a better definition? Add it!
Το εκνευριστικό είδος ανθρώπου που επισημαίνει κάποιο λάθος σου και σου ρίχνει αλάτι στην πληγή.
Σ' τα 'λεγα εγώ, δε σ' τα 'λεγα;;;
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά.
Got a better definition? Add it!