Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.
-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!
Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.
-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, δηλώνει τον στρατιώτη που έχει μόνιμη αγγαρεία το καθάρισμα ταψιών.
Ο Δημητρίου είναι ο ταψίαρχος εδώ στο στρατόπεδο. Έχει τρελαθεί στο πλύνε-τρίψε-ξύσε στα μαγειρεία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη στρατιωτική γλώσσα, τα Ιωάννινα.
- Πού υπηρέτησες;
- Στη Τζεδούπολη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το υποδεκανόσημο, τιμητικός βαθμός σε κάποιο στρατιώτη. Θεωρείται ότι το πήρε με βύσμα, επειδή ήταν ρουφιάνος / τσάτσος κάποιου αξιωματικού.
- Είδες ο Α$@#$ου; Πήρε το τσατσόσημο και νομίζει ότι έγινε στρατηγός!
- Ναι τον ρουφιάνο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαβαλές, όμορφη κατάσταση, καλή φάση.
Έλα ρε μαλάκα, φέρε όμως και τις γκόμενες για να γίνει χουλιαμάς!
Got a better definition? Add it!
Συνήθως το φρέσκο λαχανικό ή φρούτο.
- Πάλι φρεσκαδούρα μήλα σου ξηγήθηκα, καυτευθείαν απ' τον μπαξέ!
Got a better definition? Add it!
Από το ιταλίκό a picco, δηλαδή καθέτως.
Κυριολεκτικά η θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα σηκωθεί από το βυθό αλλά της οποίας η αλυσίδα έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση, είναι έτοιμη να σηκωθεί.
Μεταφορικά είμαι απίκο σημαίνει είμαι έτοιμος.
- Άντε ρε μαλάκα θα φύγουμε;
- Ναι ρε, είμαστε όλοι απίκο σε 2 λεπτά.
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία και ανασύνταξη του την κάνω, δηλαδή φεύγω, αποχωρώ.
Την-κά-νω -> Τη-γκα-νά
- Πότε θα τελειώσετε με τα ποτά; Πήγε 6 η ώρα άντε, εγώ τηγκανά παιδιά να ξέρετε.
βλ. και τιγκανά
Got a better definition? Add it!
Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.
- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...
βλ. και πράσο
Got a better definition? Add it!
Ο φευγάτος, ο άλλ' αντ' άλλων.
-Μα τι κάνει αυτός;
-Ας τον, ειναι γεια σου το άτομο...
Got a better definition? Add it!