Από το αγγλικό champion δηλαδή πρωταθλητής. Ο γενικότερα ικανός.

-Τα κατάφερε χθές με τη γκόμενα ο άλλος;
- Εννοείται ρε, τι σε λέω, αφού το άτομο είναι τσαμπιόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, δηλώνει τον στρατιώτη που έχει μόνιμη αγγαρεία το καθάρισμα ταψιών.

Ο Δημητρίου είναι ο ταψίαρχος εδώ στο στρατόπεδο. Έχει τρελαθεί στο πλύνε-τρίψε-ξύσε στα μαγειρεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική γλώσσα, τα Ιωάννινα.

- Πού υπηρέτησες;
- Στη Τζεδούπολη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποδεκανόσημο, τιμητικός βαθμός σε κάποιο στρατιώτη. Θεωρείται ότι το πήρε με βύσμα, επειδή ήταν ρουφιάνος / τσάτσος κάποιου αξιωματικού.

- Είδες ο Α$@#$ου; Πήρε το τσατσόσημο και νομίζει ότι έγινε στρατηγός!
- Ναι τον ρουφιάνο!

(από patsis, 21/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαβαλές, όμορφη κατάσταση, καλή φάση.

Έλα ρε μαλάκα, φέρε όμως και τις γκόμενες για να γίνει χουλιαμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως το φρέσκο λαχανικό ή φρούτο.

- Πάλι φρεσκαδούρα μήλα σου ξηγήθηκα, καυτευθείαν απ' τον μπαξέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Από το ιταλίκό a picco, δηλαδή καθέτως.

Κυριολεκτικά η θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα σηκωθεί από το βυθό αλλά της οποίας η αλυσίδα έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση, είναι έτοιμη να σηκωθεί.

Μεταφορικά είμαι απίκο σημαίνει είμαι έτοιμος.

- Άντε ρε μαλάκα θα φύγουμε;
- Ναι ρε, είμαστε όλοι απίκο σε 2 λεπτά.

Πικος Απίκος εκ Φρουτοπίας.  (από GATZMAN, 03/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία και ανασύνταξη του την κάνω, δηλαδή φεύγω, αποχωρώ.

Την-κά-νω -> Τη-γκα-νά

- Πότε θα τελειώσετε με τα ποτά; Πήγε 6 η ώρα άντε, εγώ τηγκανά παιδιά να ξέρετε.

βλ. και τιγκανά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.

- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φευγάτος, ο άλλ' αντ' άλλων.

-Μα τι κάνει αυτός;
-Ας τον, ειναι γεια σου το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published