Ο υπερβολικά τυχερός.
Ρε τον κωλόφαρδο... σκέτος κοντράκιας.
Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος, ξεκωλώνομαι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κερδίζει τις κόντρες στο ποδόσφαιρο.
- Ρε τον κοντράκια... Και τους τρεις με κόντρα τους πέρασε...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ αργός.
-Αυτος τρέχει καθόλου;
-Μπα... σκέτος μπάρμπας.
%
Got a better definition? Add it!
Το βρίσκουμε και ως: με κλάνει, θα μου κλάσει τα παπάρια. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δες και τζούρα κλαμπ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρχίδι σε πιο light κατάσταση.
-Εδώ και μισή ώρα με τρώει το αχρίδι.
%
Got a better definition? Add it!
Published
Συνέχεια βρόμικος, χωρίς γκόμενα, μονίμως ιδρωμένος.
-Ρε ζαμπλιάξ δεν έκανες ακόμα μπάνιο;
-Ρε μαλάκα φρεσκολουσμένος είμαι, οχτώ μέρες έχω να πλυθώ, μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified