(Ακόμα πιο) αργκοτική ονομασία για το σκανκ. Μπορεί να υπονοεί και το καλλίτερης πχοιότητας σκανκ απ' ότι συνήθως (sic)!

-Ωραίο, ρε λοςτρε! τι είναι;

-Σκανούρι ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει μαύρη ζώνη στο καράτε.

Μπορεί και σε άλλη πολεμική τέχνη όπως στο ταεκβοντό, στο τζούντο και γενικά όπου χρησιμοποιούν το σύστημα με τις ζώνες. Μπορεί καταχρηστικά να χαρακτηρίσουμε έτσι και κάποιον δυνατό που σφύζει από υγεία. Το θηλυκό μαυροζωνού θα μπορούσε να ειπωθεί.

Απαντάτε σίγουρα από τα 80ies.

-Πως πάμε από υγεία; Καλά;

-Ταύρος, μαυροζωνάς!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται στην περίπτωση που θες να υποδείξεις σε κάποιον ότι θα τιμωρηθεί σκληρά για κάτι που έκανε σαν να τον εξανάγκαζες σε πίπα με αραπόπουτσα που θα έφτανε μέχρι τις αμυγδαλές και θα τις κουδούνιζε.

- Ρε ξέχασα να στείλω το σημαντικό φαξ που μου ζήτησες
- Μα καλά, είσαι φρούτζος; Θα σου κουδουνίσω τις αμυγδαλίτσες!

Got a better definition? Add it!

Published

Αμυντικό όπλο, ενάντια σε ιππικό, αλλά και αυτοκίνητα.

Μια κατασκευή με τέσσερις μυτερές ακμές, που όπως και να την έριχνες στο έδαφος μια θα στρέφονταν κατά πάνω. Έτσι καρφώνονταν στις οπλές των αλόγων ή και σε λάστιχα αυτοκινήτων, ακόμα και σε παπούτσια...

Σπείραμε στον δρόμο τριβολια και όποιος περάσει θα καρφωθεί.

Κάποιο τσογλάνι έριξε τριβόλια στο δρόμο και καρφώθηκαν στο λάστιχο.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά για άνθρωπο που έχει καταντήσει κουραστικός με την παρουσία του, και δεν λέει να ξεκολλήσει από κοντά μας.

Κολλιτσίδα μας έγινε ο τύπος. Καιρός να τον τζάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Κολλιτσίδα - συνήθως αναφέρεται στο Galium spurium. Φυτό με μικρούς σπόρους στρογγυλούς που κολλάνε πάνω σε τρίχωμα ή και σε ρούχα και μεταφέρονται με αυτό τον τρόπο σε άλλες περιοχές.

Γέμισε κολλιτσίδα το τρίχωμα του σκύλου και δεν βγαίνει αν δεν το κουρέψεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καλικάντζαρος

βάλε στην πόρτα σου σπαραγκιά μη μπουν οι καλικατζάροι

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος που είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να κάτσει σε μια θέση.

Τριβέλια έχεις στο πισινό σου και δεν μπορείς να σταθείς;

Got a better definition? Add it!

Published

Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.

Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Σκοτώνω.

πέσαν πάνω στους οχθρούς και τους χαλάσανε

ένας ήταν και χάλασε χιλιάδες

Got a better definition? Add it!

Published