Γράφεται και «πλακαπλάκα» (μία λέξη) και προφέρεται πάντα ως μία λέξη. Σημαίνει το αντίθετο, δηλαδή χωρίς πλάκα, σοβαρά.
Πλάκα-πλάκα, τι θα κάνεις αν τελικά έχει όντως καρκίνο, τώρα που τον κορόιδεψες όταν στο είπε;
Γράφεται και «πλακαπλάκα» (μία λέξη) και προφέρεται πάντα ως μία λέξη. Σημαίνει το αντίθετο, δηλαδή χωρίς πλάκα, σοβαρά.
Πλάκα-πλάκα, τι θα κάνεις αν τελικά έχει όντως καρκίνο, τώρα που τον κορόιδεψες όταν στο είπε;
Got a better definition? Add it!
(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
Got a better definition? Add it!
Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γέρος, ο παππούς.
-Τι θέλει και οδηγεί το παππουδέλι, αφού δεν βλέπει μπροστά του!
Βλ. και ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, γεροντάματα, ραμολί, το, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, παπούα, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.
- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το «ρέ» στην Iεράπετρα.
- Bορέ συ!...
Got a better definition? Add it!
Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.
Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ωραία αλλά κοντή γκόμενα, αλλιώς και πινεζοπούτανο.
- Κοίτα ρε βυζιά που έχει το κοντοπούτανο, αντί να το πάρει σε ύψος, το πήρε αλλού το μπόι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified