Επίσης, ψιλοχρησιμοποιείται για μέλη και οπαδούς της ομάδας του Π.Α.Ο.Κ. για λόγους που εξηγούνται αναλυτικά στο λήμμα λαχαναγορίτης. (Πιο σπάνιο πάντως από τα άλλα προσωνύμια των Παοκτσήδων, είναι δυσεύρετα τα γουγλικά ευρήματα).

Πάμε να νικήσουμε τους μανάβηδες μες στην Τούμπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ιδιοκτήτης μαγαζιού με φρουτάκια, ήτοι φρουταρίας με slot machines (που λένε και στο χωριό μου), καθώς και αυτός που παρανόμως λειτουργεί ένα τοιούτο ευαγές ίδρυμα.

Ενίοτε λέγεται έτσι και το ίδιο το μηχάνημα με τα φρουτάκια, ο κουλοχέρης άκα ληστής με το ένα χέρι, ο τακουνάς και μανάβης.

  1. Μανάβηδες του τζόγου στην Κατερίνη. Μετέτρεψαν το internet café σε… μανάβικο. (Εδώ).

  2. Παλιές καλ(κ)ές συνήθειες. Ο μανάβης και τα φρουτάκια. Αντίθετα στις φήμες που θέλουν την Ελληνική κυβέρνηση να νομιμοποιεί τα φρουτάκια και αντίστοιχα video games εκτός χώρων καζίνο για να εισπράξει τους αντίστοιχους φόρους σας ενημερώνουμε ότι η επαναφορά του … Μανάβη είναι οδηγία του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. (Εδώ).

(από Khan, 13/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Στο μπιλιάρδο, αυτός που κάνει συνέχεια τελάρο, δηλ. κατ' εξακολούθηση επιβαρύνεται με το στήσιμο των μπαλών.

Αυτό συμβαίνει διότι ο εν λόγω είναι επαγγελματίας λούζερ, κατσίκι, άμπαλος, ασχετίλας.

Ο μανάβης σπανίως έως ποτέ έχει τη δυνατότητα να βγάλει το άχτι του κάνοντας το εναρκτήριο σπάσιμο, ηδονή η οποία επιφυλάσσεται για τον ευτυχή αντίπαλο του μανάβη. Ο μανάβης παρακαλάει να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριο αυτό, να βλέπει δηλ. τα κόκαλα, που με τόση επιμέλεια έστησε, να εξακοντίζονται με μανία στου τραπεζιού τις άκρες.

Εννοείται πως οι εντρυφούντες εις την μαναβικήν αποτελούν τα ιδανικά θύματα για τους επιτήδειους που δεν γουστάρουν να πληρώνουν για την ώρα που παίζουν. Η λυπητερή αποστέλλεται στον ηττημένο, ο οποίος πληρώνει κατά κανόνα τον πάγκο.

- Μαλάκα αυτή η τελευταία στεκιά που έβγαλες απλά δεν υπήρχε. Αράπης σε γαμούσε χτες το βράδυ και σου 'χει ανοίξει έτσι ο κώλος;
- Άντε τέλειωνε με το στήσιμο, ρε μανάβη, κι άσε τα πολλά λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμφιλεγόμενος επαγγελματίας πωλητής οπωροκηπευτικών που καταφέρνει να βρομοσκυλάει ψαρίλα. Πρόκειται για τον ψαροντουφεκά που πουλάει τα ψάρια που πιάνει, αντί να τα πάει στα παιδάκια του, την παρέα του, την καλή του, κάπου χωρίς οικονομικό αντίκρυσμα τεσπά.

Υπάρχει καταγεγραμμένη στο νέτι και η άποψη που λέει ότι έτσι ο μανάβης βγάζει τις διακοπές του, τα έξοδα του χόμπυ κλπ επιχειρήματα του πρωκτού που προτιμώ να αφήσω ασχολίαστα.

(Και για όσους δεν κατάλαβαν, η επαγγελματική υποβρύχια αλιεία -καλώς, κάλλιστα- απαγορεύεται).

Αλήθεια [...] τα πουλάς; Είναι πολύ απλή η απάντηση . Ένα ναι ή ένα όχι... [...] θα σε πιστέψω. Ούτε θα σε κακοχαρακτηρίσω. Απλά οι μανάβηδες με τους μανάβηδες και οι ερασιτέχνες με τους ερασιτέχνες. (πλιτς)

Κατ’ αρχάς βασική προϋπόθεση για να πουλάει κάποιος ψάρια, είναι να βγάζει ψάρια. Αυτό όμως δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται και η απόφαση που οδηγεί κάποιον στην ανεύρεση επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω της μαναβικής, πρέπει να βγει λαμβάνοντας υπόψη το πόσα ψάρια βγάζει. Αμέσως αμέσως δημιουργούνται οι εξής δύο φυλές: Οι κατ’ επάγγελμα ψαρομανάβηδες (μ@λάκες κατ’ επάγγελμα) και οι wannabe ψαρομανάβηδες (μ@λάκες απλοί ή με περικεφαλαία)… (πλατς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified