Έχω επίσημη δικαιολογία σήμερα για την σκατολογική μου αναφορά, να με συγνωμείτε δηλαδής, αλλά έπρεπε να κάνω προσθήκη ορισμού στο λήμμα αυτό, καθότι αναφερόταν μόνο στον εμετό και χρειάζομαι και την άλλη του σημασία για ένα λινκ που ετοιμάζω...

Ρουκέτα λοιπόν εστί μεταξύ άλλων η αιφνίδια αποβολή υγρών περιττωμάτων από του πρωκτού, οφειλομένη σε κάποια ίωση, ή σε κάποια δηλητηρίαση, πιθανόν δε και σε απλή βρώση καθακρτικών εδεσμάτων (κολοκυθάκια, μελιτζάνες, φρούτα και λαχανικά γενικώς). Η σωματική αυτή στιγμή αποκαλείται σλανκγιστί «ρουκέτα» διότι θυμίζει την εκσφενδόνιση της ρουκέτας από του στομίου του εκτοξευτήρος της.

Το είπα πολύ ευγενικά, νομίζω.

Τομπούστη, τι σκατά πάλι είχε φάει... όλη νύχτα ήταν στην τουαλέτα και αμόλαγε ρουκέτες, το σίχαμα...

Houston Rockets (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Εμετός.

Με το που ήπια το μύτο κατευθείαν ρουκέτα έριξα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.

-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουκέτες ή ρουκέτται: Η εκτοξευόμενη κατά λαυκάς παχύρρευστας ριπάς ψωλόκρεμα.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Τρία ή τέσσερα λεπτά αργότερον, η Φλώσσυ έχυνε εν νέου, εν μέσω ομοίας με την προηγουμένην τρικυμίας γλυκασμού, ενώ ο πιπιλίζων και καταπίνων τον μουνοχυμόν της άνδρας εξετόξευε πάλιν τας λιπαράς, λευκάς ρουκέττας του εις τον αέρα. (Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 59)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified