Λαδοβρωμύλος, φίδι, γενικευμένα ο τυπικός έλληνας στρατιώτης.
Έχω και τρίωρη εξοδούμπα αύριο να δώ το μαναρίδι την γκαρσόνα στο καφέ αλλά μου λέει ο βοθρέμπορας έχει εμπλοκή το ζεστό στο μπάνιο. Πάλι λέσι θα βγώ έξω...
Λαδοβρωμύλος, φίδι, γενικευμένα ο τυπικός έλληνας στρατιώτης.
Έχω και τρίωρη εξοδούμπα αύριο να δώ το μαναρίδι την γκαρσόνα στο καφέ αλλά μου λέει ο βοθρέμπορας έχει εμπλοκή το ζεστό στο μπάνιο. Πάλι λέσι θα βγώ έξω...
Got a better definition? Add it!
Το ψοφίμι στα Τουρκικά. Μεταφορικά και όποιος μυρίζει άσχημα.
Σαν λέσι μυρίζει.
Got a better definition? Add it!
Λέσι είναι κυριολεκτικά το ψοφίμι. Μεταφορικά λέμε την πολύ βρώμα, ή τον άνθρωπο που βρωμάει, που δεν πλένεται. Ο βρωμιάρης.
-Εκεί στη στροφή έχει μιά βρώμα! Σκέτο λέσι!
-Πήρα στο αμάξι τον Γιώργο, ναι εκείνο το λέσι. Μετά το πήγα στο πλυντήριο να φύγει η βρώμα!
-Τα 'φτιαξες με το Δημήτρη! Αυτός είναι λέσι! Πως τον αντέχεις;!
-Φύγε από δω βρε λέσι! Από πότε έχεις να πλυθείς!
Got a better definition? Add it!
Ναυτική και ιστιοπλοϊκή έκφραση για τον ισχυρό άνεμο ανεξαρτήτως κατευθύνσεως.
Χωρίς να είναι γνωστή κάποια ετυμολογία, πιθανότατα προέρχεται από παράφραση / ελληνοποίηση του Αγγλικού «lashing», δηλαδή «μαστίγωμα», το οποίο παραπέμπει στην κατάσταση της θάλασσας όταν έχει πολύ αέρα.
Περιστασιακά, συνοδεύεται και με την έκφραση «προβατάκια» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πέλαγος με αφρισμένα κύματα.
Βγήκαμε για μια βόλτα μέχρι την Αίγινα και γύρω στο μεσημέρι έβγαλε ένα λέσι που μας πήρε και μας σήκωσε... Κοπάδι τα πρόβατα και φτάσαμε στο νησί μαλλιοκούβαρα...
Got a better definition? Add it!