Ίσως όχι τυχαία σε σχέση με τις άλλες δύο σημασίες της σοκολάτας που έδωσα στον άλλο ορισμό μου, σοκολάτα χαρακτηρίζεται κυρίως από την σαδομαζοχιστική κοινότητα το σεξ (και η ερωτική σχέση) που έχει κίνκι και σαδομαζοχιστικά στοιχεία. Είναι δηλαδή το αντίθετο της βανίλιας. Ωστόσο, σαν όρος εμφανίζεται πολύ πιο σπάνια από τον όρο βανίλια, από τον οποίο και εξαρτάται, και μάλλον παραπέμπει περισσότερο σε κοπρολαγνjεία, πισωκολάτα και τα ρέστα παγωτά.

  1. Ενας Μαστερ ή μια Μιστρες θα μπορουσε δλδ να το κανει αυτο σε μια ερωτικη σχεση; Χωρις να την ονομαζουμε καπως αυτη τη σχεση (βανιλλα, σοκολατα,κτλ) (δες).

  2. δηλαδή ακόμα και οι bdsmάδες, έχουνε χίλιους δυο όρους, τοπ, μπότομ, βανίλα, σοκολάτα, κλπ, αλλά για τους ασέξουαλ, δε μιλά κανένας! (κάπου εδώ)

Και η πισωκολάτα της βάλσαμο! (από Khan, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουτσιστική προσφώνηση προς μαυρούκους και μαυρούκες που τυγχάνουν σκοτεινά αντικείμενα του ερωτικού μας πόθου. Πρβλ. μουνί τσοκολάτα και σοκολάτα βιενουά. Ακόμη πιο γουτσιστικά: σοκολατάκι.

  2. Όλως αντιθέτως, το αηδιαστικό υπόλειμμα κοπράνων στο πίσω μέρος του βρακιού μας. Πρβλ. σοκολάτα-μπανάνα.

- Αχ, αυτό το σοκολατάκι θα το φάω! Γρρρρ! (σ.ς.: Ερωτική ιαχή αρκούδου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός όρος της πιάτσας για το χασίσι, που χρησιμοποιείται ακόμη ευρέως.

Παρόλο που η σοκολάτα, προερχόμενη από την επεξεργασία του κακάο, έχει και αυτή εθιστικές ιδιότητες, το χασίς αποκαλείται έτσι λόγω της συσκευασίας του, έπειτα από πρεσάρισμα, σε πλάκες που ομοιάζουν σε σχήμα, υφή και χρώμα το σοκολατικό.

Περιεκτικότερο της φούντας σε ενεργή ουσία αλλά λιγότερο δυνατό σε σχέση με το λαδάκι, η σοκολάτα έχει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και χρήσης.

Άγνωστο δε είναι αν η καθαρότητα της μετριέται σε ποσοστό επί τις εκατό, όπως και η μαύρη σοκολάτα.

  1. - Μάγκα μου, χτες έπαιξε μια σοκολάτα μαροκινή στου Τζίμη, μπίρ αλλάχ! Καήκαν τα χείλια μας από τις καυτές, τόσο γλυκιά ήταν!
    - Σε χαίρομαι ψηλέ, εμείς πια δεν έχουμε άκρες και κυκλοφορούν πια μόνο πρεζοφούντες για τους χλεχλέδες… Μια στις τόσες, ξεψειρίζουμε κάτι φούντες καλαματιανές… κατάντια…

  2. - Μαμά, μαμά, θα με δώσετε και μένα λίγη σοκολάτα από αυτή που τρώγατε χθες με τον μπαμπά και γελούσατε όλη την ώρα;

βλ. και σοκολάτα από το Μαρόκο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified