Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Got a better definition? Add it!
Το ξέρω, ξεχασμένος γαλλισμός είναι, τι νομίσατε ρε, ότι βγαίνανε βόλτα οι κοπελιές στη Φραγκιά με το απαυτό ανά χείρας; Έλα Παναγία μου, χαρτοφύλακα βαστάγανε les chaperdones, άντε ανοίχτε κάνα ντιξιοναίρ να ξεστραβωθείτε.
Τεσπα, από το παράδειγμα υπ' αρθιμόν ένα ανθιζόμεθα ότι η λέξη ήταν αν μη τι άλλο κατανοητή, τουλάχιστον σε ελληνικό μεσοπολεμικό αστικό περιβάλλον (για παραέξω δεν το κόβω). Κι όσο για τις χειροποίητες σερβιέτες υγειονομικού ενδιαφέροντος, αν θυμάμαι καλά σκέτο(;) πανιά τις λέγανε ανά την επικράτεια.
(Χωρίον ανερυθριάστως κατσικωθέν από το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης. Γράμματα από το Παρίσι», εκδ. Αρχείο 2013 ).
Η. Πετρόπουλου «Ο κουραδοκόφτης», εκδ. Νεφέλη.
«Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων»
Δ. Ν. Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified