Ο φλούφλης, ο απλοϊκός, ο ωμός άνθρωπος, ο φλώρος, ο κατώτερης διανοητικότητας ψευτοκαλοστεκούμενος.

  1. Ά, παράτα τον αυτόν τον λάκη.

  2. Τι ξεφουρνίζει πάλι ο λάκης;

  3. Ωχ, κι άλλος λάκης.

ΛΑΚΗΣ (από perketis, 06/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην έκφραση την κάνω Λάκης, σημαίνει πως κάποιος φεύγει γρήγορα, συνήθως όταν προκύπτει μια δύσκολη κατάσταση. Συνώνυμο με το την κάνω Λούης.
  1. - Τι έγινε ο Θανάσης; Βγήκε με αυτήν που γνώρισε στο chat;
    - Πήγε, και μόλις είδε τι σαύρα ήταν, την έκανε Λάκης επιτόπου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.

  2. Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.

  1. Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.

  2. Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified