Ο φλούφλης, ο απλοϊκός, ο ωμός άνθρωπος, ο φλώρος, ο κατώτερης διανοητικότητας ψευτοκαλοστεκούμενος.
Ά, παράτα τον αυτόν τον λάκη.
Τι ξεφουρνίζει πάλι ο λάκης;
Ωχ, κι άλλος λάκης.
Ο φλούφλης, ο απλοϊκός, ο ωμός άνθρωπος, ο φλώρος, ο κατώτερης διανοητικότητας ψευτοκαλοστεκούμενος.
Ά, παράτα τον αυτόν τον λάκη.
Τι ξεφουρνίζει πάλι ο λάκης;
Ωχ, κι άλλος λάκης.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.
Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.
Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.
Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!