Χότζα, φοβερός ο εικοσάλογος της επανάστασης. Τα βλέπω όλα μπροστά μου.
Εξαιρετικό.
Υπάρχει και αυτό: στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα.
Δεν νομίζω ότι έχει σχέση αλλά proctors στα Αγγλικά είναι οι αξιωματούχοι των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ οι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης μεταξύ των φοιτητών. Τους έτρεμαν γενεές επί γενεών μελλοντικών πρωθυπουργών, ναυάρχων κ.ο.κ. Ως εκτελεστικά όργανα οι proctors είχαν τους λεγόμενους bulldogs, μια μορφή ιδιωτικής αστυνομίας των πανεπιστημίων. Περισσότερα εδώ.
Ωραία και χρήσιμη λέξη. Έλειπε.
Πιθανώς - ιδιαίτερα στη μορφή τσοκομπλόκο - από την Αγγλική έκφραση chock-a-block που σημαίνει κάτι ασφυκτικά γεμάτο, μέχρι παραλύσεως π.χ. the traffic on the road was chock-a-block. Το chock από το ρήμα choke = πνίγομαι, ασφυκτιώ, το block έχει να κάνει με παλιούς ναυτικούς όρους για τους οποίους περισσότερα εδώ.
Μήπως πρέπει να γράφεται με -ο στο τέλος -> καραμπιτσαριό, κατά το καραπουτσαριό, πουταναριό; Νομίζω ότι είναι το καραμπιτσαριό και όχι η καραμπιτσαριώ.
Με κάθε επιφύλαξη τα παρακάτω, γιατί γενικώς το Κρητικό δεν τόχω.
Η πιο συνηθισμένη μορφή της λέξης είναι ντουρνεράκια (1.460 αποτελέσματα στο γκουγλ). Βρίσκουμε επίσης και τις μορφές ντουρναράκια (130 αποτελέσματα), τουρναράκια (91 αποτελέσματα) και τουρνεράκια (6 αποτελέσματα).
Η ιστορία του Τσιφόρου τιτλοφορείται «Τα κορίτσια στα Σέρβικα τα λένε ντουρνεράκια».
Και στον Τσιφόρο και στους στίχους του τραγουδιού που αναφέρει ο φίλος kamakiss λέει Σέρβικα όχι σερνικά. Και είναι λογικό αυτό αφού ντουρνεράκια, στην κύρια σημασία της λέξης, είναι ένας χορός που, βασικά, είναι ο χασαποσέρβικος. Αντιγράφω από εδώ, από άρθρο με τίτλο «Οι χοροί της Κρήτης».
[I]Τα Ντουρνεράκια σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χορούς που είδαμε μέχρι τώρα δεν έχει κρητικές ρίζες. Είναι ένας ξενόφερτος χορός ο οποίος έκανε την εμφάνισή του γύρω στο 1900 και είναι βασισμένος σε σέρβικους χορούς.
Στο χορό συμμετέχουν και άνδρες και γυναίκες. Οι χορευτές είναι πιασμένοι από τους ώμους. Τα βήματά του είναι έξι και θυμίζουν ένα γρήγορο «Σιγανό». Είναι το γνωστό μας «Χασαποσέρβικο».
Στη μουσική μας παράδοση πέρασε με τον τίτλο «Ντουρνεράκια» γύρω στο 1960 χάρη στον Κώστα Μουντάκη ο οποίος συμπεριέλαβε το χορό σε δίσκο με τον τίτλο αυτό. Από τότε και ύστερα θεωρείται ένα ακόμα κομμάτι της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης. [/I]
Από τη στιγμή που είναι Σέρβικα και όχι σερνικά, πού στηρίζεται ο συσχετισμός της λέξης με τον αγορίστικο σωματότυπο κάποιων κοριτσιών;
Και ο Τσιφόρος και ο Μουντάκης υποστηρίζουν βέβαια ότι «Τα κορίτσια στα Σέρβικα τα λένε ντουρνεράκια» αλλά, παρόλαυτα, δεν είμαι σίγουρος ότι η λέξη έχει όντως Σέρβικη προέλευση. Δεν ξέρω από πού προέρχεται αλλά το μυαλό μου πάει στις τούρνες (από το tourner), τις στροφές, που θα κολλούσε με την αναφορά στον χορό.
Ι5 βγαίνεις για πάσης φύσεως σοβαρά προβλήματα π.χ. σωματική αναπηρία, όχι μόνο για ψυχολογικά.
Αναρωτιέμαι αν έχει σχέση με την χάβρα, βλ. χάβρα ιουδαίων και αυτό το ενδαφέρον από την Ελευθεροτυπία.
Έτσι. Τουρκιστί, görmeden.
Λέγεται πολύ στην πόκα, σε δύο περιπτώσεις:
Στην αρχή της μοιρασιάς, όταν οι παίκτες βάζουν ένα αρχικό ποσό πριν δουν τα φύλλα τους - το λεγόμενο blind.
Σε απάντηση χτυπήματος του αντιπάλου λέγεται και το «τα πάω αβλεπί» όταν ο παίκτης είναι τόσο σίγουρος που δεν μπαίνει καν στον κόπο να κοιτάξει το τελευταίο χαρτί που πήρε. Εφετζήδικο.
Πολλοί, αντί για αβλεπί, λένε το γαλλικό ισοδύναμο sans voir.
Ένα δυο πράματα να προσθέσω.
καρατζόβας (ο) αγροίκος, άξεστος, βλάχος: ήταν ένας σκέτος ~ που παρίστανε στην παρέα τον σνομπ και τον πρωτευουσιάνο [ΕΤΥΜ. Αγν. ετύμου].
Βεβαίως, παρά αυτό που λέει ο Μπαμπινιώτης, η ετυμολογία της λέξης δεν είναι άγνωστη. Προέρχεται από την Καρατζόβα που είναι το παλιό/τούρκικο όνομα της επαρχίας Αλμωπίας, της περιοχής της Αριδαίας, στον νομό Πέλλας. Και, όπως σωστά λέει ο Αλάριχος, είναι σύνθετη λέξη στα Τούρκικα - το δεύτερο συνθετικό είναι το ova = πεδιάδα, κάμπος και το πρώτο το karaca = μαύρος, σκούρος, σπανιότερος τύπος του γνωστού kara, με πιθανή αποκοπή του τελικού -α για αποφυγή χασμωδίας. Δηλαδή, Καρατζόβα = μαύρος κάμπος, μαύρη γη. Προφανώς, οι κάτοικοι της Καρατζόβας είχαν σε κάποια φάση, δικαίως ή αδίκως, την φήμη άξεστων ανθρώπων. Στη Βόρεια Ελλάδα, πάντως, η Καρατζόβα είναι φημισμένη για τα φασόλια της - την μικρόσπορη, πεντανόστιμη ποικιλία παππούδα - και για το κόκκινο πιπέρι της, το μπούκοβο.
Μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για τον καρατζόβα του λήμματος και την Καρατζόβα υπάρχει στο μπλογκ του Σαραντάκου εδώ.
Υπάρχει και η λέξη ξεπαιδιάζω. Σημαίνει τα παιδιά μεγάλωσαν, δεν θέλουν συνεχή φροντίδα και τώρα μπορώ να κάνω πάλι τη ζωή μου.
Περίεργη λέξη... Από που, άραγε, να προέρχεται;
Σχετικό φαντάζομαι και το φλούφλης;
Συνώνυμο και το δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του.
Δεν την ξέρω τη λέξη με αυτή τη σημασία, του τζάνκι, αλλά δε σημαίνει και τίποτε. Κανείς άλλος;
Την ξέρω παλαιόθεν με την σημασία του φλώρου, του αφελή. Η επιλογή του ονόματος δεν είναι τυχαία - Τζόνις είναι το κλασικό αμερικανάκι. Παρόμοια χρησιμοποιείται και το Λάκης και πιο παλιά το λαλάκης.
Το παράδειγμα στο λήμμα λειτουργεί ωραιότατα και με αυτή τη δεύτερη σημασία.
Δεν την ήξερα την φράση αλλά μου φαίνεται σαφής. Την καταλαβαίνω ως ότι είχαμε ένα σακί γεμάτο σκατά (σακί=τσουβάλι, δλδ πολλά σκατά) και μας δώσανε κι ένα ταγάρι επίσης γεμάτο σκατά (ταγάρι=σαφώς μικρότερο από σακί, δλδ πιο λίγα σκατά). Το ταγάρι εν προκειμένω είναι η σταγόνα που κάνει το ποτήρι (της αγανάκτησης) να ξεχειλίσει.
Παίδες, εγώ την έκανα την αλλαγή από ίδε σε ιδέ - λίγο αυτόματα, πρέπει να ομολογήσω, διότι μου έχουν μείνει τα ελθέ, λαβέ, ιδέ... Όταν είδα το σχόλιο του φίλου Πρωτέα συνειδητοποίησα, βέβαια, ότι και το ίδε κείται. Khan, την είδα την παραπομπή στο translatum αλλά δεν μπορώ να πω ότι με φώτισε. Αν ξέρεις κάτι παραπάνω - ή, όποιος άλλος - πες. Δεν υπάρχει πρόβλημα να το γυρίσουμε σε ίδε αλλά να το κουβεντιάσουμε λίγο πρώτα, κυρίως μήπως υπάρχει κάποια διαφορά στην χρήση που μου διαφεύγει. Θενκ γιου.
Πολύ καλό λήμμα, παλαιάς κοπής μεν αλλά έλειπε.
Είναι συνηθισμένη και ενδιαφέρουσα η χρήση χωρίς άρθρο λ.χ. από το τρίτο παράδειγμα -> σκάει φαντομάς ο Σπύρος.
Ο ορισμός του Τριανταφυλλίδη είναι διαφωτιστικός και ως προς την σημασία και ως προς την προέλευση της λέξης.
μανέλα η [manéla] O25α : η μανιβέλα. [βεν. manoela με αποφυγή της χασμωδίας.]
Για τη μανέλα στα ιστιοπλοϊκά, δες τη δεύτερη φωτό.
Δες εδώ και εδώ για τη χρήση της μανέλας στα παραδοσιακά ελαιοτριβεία.
Αλλά, η μανέλα έχει και μια άλλη σημασία - είναι το αρχαίο ανάφορον - αντιγράφω από το φόρουμ proz.com
αναφορέας, ανάφορον: ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα.
Αγαμία είναι, βέβαια, μια μάλλον λόγια λέξη που σημαίνει την κατάσταση του αγάμου, αυτού που δεν έχει παντρευτεί/νυμφευθεί. Η λόγια αυτή λέξη ενσωματώθηκε στην σλανγκ με την διαφορετική σημασία που δίνει ο ορισμός, δλδ, την παρατεταμένη αποχή από το σεξ. Αν και, πρέπει να πούμε, ότι και με αυτήν την σημασία η λέξη έχει επιστρέψει στην καθομιλουμένη και καταγράφεται στα λεξικά.
Όπως λέει και ο Abas στο σχόλιο του, είναι ο γιαλαντζί. Αν υπήρχε η λέξη αυτή και στον ορισμό θα ήταν, νομίζω, σαφέστερος.
Και εγώ πιστεύω ότι η ορίτζιναλ έκφραση είναι καπετάνιος του γλυκού νερού.
Εμένα μ' άρεσε πολύ - και λήμμα και ορισμός.
Τι να σου πω; Μάλλον να πω πρώτα ότι εγώ τις ξέρω τις δυο λέξεις λίγο διαφορετικά από τους ορισμούς. Ο πουτσοχάμπερος είναι ο ασόβαρος, ο τραλαλάς, αυτός που πετάει κοτσάνες - νταξ, αυτό είναι πολύ κοντά στον ορισμό που υπάρχει. Το πουτσοχάμπερο το ξέρω να σημαίνει κάτι σαν κουβέντα του κώλου, βλακεία, λέμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα, όχι απαραίτητα με σεξουαλικό περιεχόμενο, και μάλλον όντως αφορά σε αντροπαρέες. Λογικά, το ουδετερο, το πουτσοχάμπερο πρέπει να προηγείται - γιατί το χαμπάρι είναι κοινή λέξη - αλλά προσωπικά το έχω ακούσει σπάνια ενώ ο πουτσοχάμπερος νομίζω ότι λέγεται πιο πολύ. Τέσπα, δεν θα το 'ψαχνα και πολύ. Αυτές είναι λέξεις, πιστεύω, που λέγονται σε ένα εν γένει, σε μια κατάσταση ευθυμίας και χαβαλέ - την οποίαν και εν πολλοίς περιγράφουν - και δεν νομίζω ότι ντε και καλά ακριβολογούν. Το τι ακριβώς σημαίνουν είναι θέμα στιγμής, διάθεσης και συμφραζομένων. Λέμε τώρα.
@ vikar: Αρχηγέ, δεν έχεις δίκιο - είναι εξαιρετική η ανάρτηση, και δεν κάνω πλάκα.
Διασώζει μια απειλούμενη βερσιόν της λέξης
Έχει τεράστιο ετυμολογικό πλούτο
Έδωσε λαβή για χρήσιμα σχόλια
Έδωσε πάσα για νέο λήμμα - καζάρμα
Μου θύμισε τη Μάρλεν Ντήτριχ
Τι άλλο θες;
Την έχω συναντήσει τη λέξη στα ελληνικά ως καζέρνα - με ζήτα - και στη μορφή αυτή την βρίσκει ο γούγλης.
Θυμάμαι ότι η λέξη υπάρχει - στη γερμανική εκδοχή - και στον πρώτο στίχο της Lili Marleen
[I]Vor der Kaserne,
Vor dem großen Tor,
Stand eine Laterne
Und steht sie noch davor[/I].
Η ιταλική εκδοχή είναι caserma - καζέρμα, με ζήτα και μι.
Εξαιρετικός ορισμός και, για μένα τουλάχιστον, και καινούργια λέξη.
Σωστός.
Σε πολυσύλλαβες λέξεις αυτού του είδους έχει ακουστεί ενίοτε να ανεβαίνει και ο τόνος στην προπαραλήγουσα π.χ. ο φορτηγατζής γίνεται φορτήγατζης. Έτσι, για σκληρό.