Υπάρχει και ως μούτζα. Καλιαρντό.
Στο ίδιο πνεύμα, μπορώ να προτείνω το Νταγιαλάπης; Με γάμμα.
Ο τόνος είναι στο έψιλον ή στο γιώτα;
Πού ήσουνα, ρε παιδάκι μου;
Έχει ακόμη μεγαλύτερη πλάκα. Το πρώτο συνθετικό παίζει με τη γκλίτσα αλλά και με το αγγλικό glitz (προφέρεται γκλιτς) το οποίο σημαίνει την κιτσάτη γκλαμουριά
Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ...
Δες και ψωλοβάρεμα
Υπάρχει και το ψώλινγκ
Για κάποιο λόγο, στο μέτρο μου βγαίνει όχι χταπόδια αλλά όχταποδια ή τα χταπόδια ... άλλη μια συλλαβή, δηλαδή ... τι λέει ο Κύριος επ'αυτού;
Ή αλλιώς και προυφάν
Θενξ αμφότεροι και οι δύο
Υπάρχει και εδώ: Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)
Τα Χριστιανόπουλα θα πάνε σινεμά
να δούνε πράκτορα μηδέν-μηδέν-εφτά.
Τα φώτα σβήνουνε και βγαίνει ο Τζέμης Μποντ
κρατώντας τη γυναίκα του χωρίς κομπινεζόν
Είναι παρωδία, όντως, ενός τραγουδιού των κατηχητικών που ξεκινάει:
Τα Χριστιανόπουλα θα πάμε με φτερά
να πούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά.
Μια εκτέλεση του ορίτζιναλ των κατηχητικών έχει και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στο δίσκο του «Αχ Πατρίδα μου γλυκεια» του 1992
Για διε, δεν το είχα σκεφτεί ... Κολωνάκι, ...κι έτσι. Υποθέτω πώς ναι ... δεν την ξέρω τη γλώσσα αλλά τα λεξικά τόχουν mali=μικρό, stup=κολώνα. Πάμε Μάλα Στούπα για καφέ, δικέ μου ... Και πριν ρωτήσεις, πλατεία είναι trg. Σοβαρά μιλάω - Τ-R-G.
Χωρίς να είμαι 100% σίγουρος, νομίζω ότι στα σερβο-κροάτικα mala stupa είναι μια μικρή κυλινδρική στήλη. Mala Stupa είναι και ένα νησάκι στις Δαλματικές ακτές.
Stupa, βέβαια, είναι μια παλιά Σανσκριτική λέξη που σημαίνει βουναλάκι, τύμβος και σήμερα σημαίνει τον χαρακτηριστικό τύπο του μικρού Βουδιστικού ναού που χρησιμοποιείται ενίοτε και ως οστεοφυλάκιο π.χ. στο Θιβέτ.
Σε ό,τι αφορά το μαλαστούφα, mala στα Ιταλικά παραπέμπει στο κακό και stoffa είναι το ύφασμα, η στόφα.
Διαλέγετε και παίρνετε
Πίνω το λινκ;;; Λείπει.
Εμπνευσμένη η ένταξη του λήμματος στην κατηγορία «τζόγος/παιχνίδια» και όχι στα «αθλητικά». Διότι με Αμπονσά σέντερ μπακ - και Ουντέζε ένα φεγγάρι - αυτή δεν ήταν άμυνα, ρώσσικη ρουλέτα ήταν.
Α να γειά σου.
Φυσικά και να μη σβηστεί. Πρώτον διότι δε σβήνουμε και δεύτερον διότι ο ορισμός είναι μια χαρά κι ας βάλαν οι απίστευτοι τα Χ. Τώρα με τη σούλα τι θα γίνει, θα την ανεβάσεις;
Όχι, υπήρχε. Ξέρω άνθρωπο 80 χρονών σήμερα που η πεθερά του έκανε γαμήλιο δώρο, μεταξύ άλλων, και μια κλανιόλα.
Έτσι ναι. Αλλά γιατί δεν το λέει; Και γιατί ναύαρχος και όχι στρατηγός;
Κλάσικ.
Γιατί ναύαρχος; Τι είναι τα γαλόνια; Έχω χάσει επεισόδια;
Η έννοια, βεβαίως, υπήρχε. Δες ένα κι ένα milko. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να πάρει 4 Χ μαζεμένα η προσπάθεια του notheitis. ΚΤΤΜΓ.
Σωστός, κύριε καθηγητά. Πάω να το βγάλω και αυτό από το πρόχειρο. Btw, έχω φάει τον κόσμο να βρω εικόνα αλλά ματαίως. Ξέρει κανείς πώς λέγεται το εργαλείο σε άλλες γλώσσες να την ψάξουμε κι από κει τη δουλειά;
Δεν πάει σχολείο;
Δες και το παράδειγμα σε αυτό το λήμμα
@ sarant: Εν πρώτοις, ας εκφράσω τη χαρά μου κι ας κουνήσω την ουρά μου διότι υπάρχουν στο σάιτ και άλλοι καμμένοι, πλην εμού, που θυμούνται την γαλλική ορολογία της πόκας - οι νεότεροι που έμαθαν χαρτιά online δεν την έχουν καν ακούσει. Κατά δεύτερον, ναι, υπάρχει διαφορά ορολογίας. Στα καρέ που έπαιζα εγώ, ο κούκος τον οποίον περιγράφεις λεγόταν αβολοντέ εναλλασσόμενος (ή, αλλαχτερός) - αβολοντέ διότι είχες την δυνατότητα επιλογής αν θα κάνεις συνδυασμούς στο τέλος με δυο ή τρία χαρτιά από το χέρι και εναλλασσόμενος διότι είχες την δυνατότητα αλλαγής στο τρίτο φύλλο όπως περιγράφεις. Αντίστοιχα, παίζαμε και κούκο παζ εναλασσόμενο - έπαιρνες δυο χαρτιά στην αρχή και στο τρίτο φύλλο μπορούσες να αλλάξεις το ένα, να το δώσεις πίσω και να πάρεις ένα άλλο καταλήγοντας στο τέλος πάλι με δυο φύλλα στο χέρι. Μεταβλητή 1, λοιπόν, παζ ή αβολοντέ, μεταβλητή 2, εναλλασσόμενος ή απλός, και μεταβλητή 3, σε ένα ή σε δυο ταμπλώ - συνολικά οκτώ βαριάντες.
Δες και κωλόπαιδο
Λέγεται και πατσούρα. Και υπάρχει και η Πάτσα και η Βούρα