Στα δε Χανιά οι επιλογές ήταν μέχρι προσφάτως πολύ περιορισμένες, η εξής μία: βραστό (προβατίνα και σπανιότερα αίγα βραστή) στα μαγέρικα της Δημοτικής Αγοράς...
Σπεκ, δεν το συζητάμε, 25. Πάντως τη φράση «άσε τα δικηγορίστικα» ο μπετατζής αν ακούει την ξεπετάει στον μνημειώδη κατά τ΄αλλα χασοδίκη, θέλω ξεχωριστή ανάλυση... Και για την κόκα - δικηγόρο, τι να λέμε, είναι κορυφαίο όσο πάει.
Τα παραπάνω είναι σίγουρα η απάντηση στην ερώτηση που με ταλάνιζε τελευταία: «Χέζουν τα γκούμι μπερς στο δάσος;».
Ρε Χότζα, αναρωτιόμουν γιατί οι Εγγλέζοι έχουν τόσα πολλά τέτοια, πχ σε ονόματα pub κλπ, αλλά και αλλού, του στυλ elephant & castle πχ ape & apple, pig & porcupine, rat & parrot (από Manchestah' αυτά), μετά είδα στο wikipedia ότι πολλά από αυτά τα ονόματα pubs υπάρχουν από τότε που ο πολύς κόσμος δεν ήξερε να διάβάζει και θυμότανε το μαγαζί από το μεμόραμπλ «οικόσημο». Και υπάρχει και pub cock and bull.
Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να περιγράψει ορισμένους κώλους που συγγενεύουν επικίνδυνα με το νόημα της ζωής.
Επίσης υπάρχει το bike-curious, αυτός που θέλει να μάθει για μοτοσυκλέτες (από southpark).
σκεκ βράστα, το επρέπισες το λήμμα... και πολλές ευχές για μακροσλάνγευση και ευσλανγία.
ΣΠΕΚ και στον αυτοκτό. BABY LUGER!!!! ΤΟ φετιχάτσι!
Πάντως άμα σέρνεται ειδικά πας και με το λούγκερι και κάνεις τη δουλειά σου...
ντάνκερ, δεν είχα ιδέα!
Ο Τζόνι πήρε το φλέημθρόουερ του.
Στ' Ανώγεια «Επόμεινε στην ίδια τάξη» «Δεν επροβιβάστηκενε»
Υπάρχει στο slang το λήμμα φερμάρω.
Εκεί ο Αθηναίος χρήστης easy έγραψε το παράδειγμα
-Μαλάκα φερμάρανε τον Τάκη προχθές και τους ψάχνει απο πλατεία σε πλατεία με το Γκρέγκορι το Μοτοσίκ να τους σαπακιάσει.[/quote]
και ο Σαλονικιός χρήστης νταής το:
[quote] - Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...
Δυο παραδείγματα ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ που δείχνουν τη διαφορά ύφους, ατμόσφαιρας, αλλά και την ομορφιά και των δυο «διαλέκτων» αυτών.... Και η Αθηναϊκή φράση θεωρώ ότι έχει τοπικό χρώμα πολύ έντονο (π.χ. αυτό που έγραψε κάπου πιο πάνω ο τζονυ, το μετασεισμικ, μου θύμισε το μοτοσυκ, είναι κάτι Αθηναϊκό) και δε θα μπορούσε να ειπωθεί έτσι αλλού... Ως άσκηση ύφους, όλοι οι τοπικοί σλανγκιστές θα έπρεπε να τη σλανγκισουμε στα τοπικά ιδιώματα.
Πήγε πολύ μακριά η βαλίτσα κατά τα άλλα...
Ναι δεν το λέγαμε στην Κρήτη... γενικά έχω την εντύπωση ότι η slang της Αθήνας είναι η πιο μακάβρια και απροσχημάτιστη.... π.χ. και αυτό το μακαρίτης για τον πρώην Αθήνα μου μυρίζει... στην επαρχία ο κόσμος δε γλιτώνει εύκολα από τους εκλιπόντες...
Σπεκ ρε gp, άκου τώρα κει.... Μεγάλο λήμμα, μεγάλος ορισμός. Φαντάζομαι στην Αμέρκα θα το λένε greek.
και με λιγότερες λέξεις.
Παγκρητίως ήταν το «για τη Σούδα» που μέχρι πρόσφατα υπήρχε ζόρικο ψυχιατρείο.
Σέβας και παύλα. Στα ογδόνταζ, αντίστοιχο ρόλο στην τελειωμενοποίηση του σκυλάδικου έπρεπε να έπαιξε το πληκτράδικο εφέ fantasy («βάλε φαντασία!»που φωνάζει κι ο Πανούσης σ΄'ενα live του)...
Ευτυχώς ακόμη μπορούν οι τοπικές κοινωνίες να αφομοιώνουν ξένους πληθυσμούς χωρίς να αλλοτριώνονται. + Η τριβή με την τεχνολογία που αναφέρεις στο γ' δεν είναι αυτοσκοπός.
Δεν είπα ΄γώ ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τέλος πάντων το πας αλλού...
Πέτσακας, ένα γλωσσάρι που έχω, του Ξανθινάκη, γράφει ότι σημαίνει «χοντρόπετσος», χοντροκομμένος άνθρωπος κλπ. Εμένα μου κάνει. Άλλωστε το πετσί(όπως και η πατσά (ξύγκια), η γλύνα κ.α. βρωμερά υποπροϊόντα της επεξεργασίας κρέατος χαρακτήριζαν τους αγροίκους κτηνοτρόφους και απετέλεσαν βάση παρατσουκλιών. Εξ άλλου η πέτσα το κεφαλομάντιλο ως λέξη πρέπει να είχε - έχει περιπέσει σε αχρηστία, εγώ το ξέρω σαρίκι ή μαντίλι. Σημειώστε ότι η ρεθεμνιώτικη μάλλον λέξη πέτσακας τείνει να αντικαταστήσει το χανιώτικο κούργιαλος, για το έτυμο του οποίου δε νιώθω έτοιμος.
εκπληκτική ομοιότητα με σημερινούς αλλοδαπούς που «δεν θα γίνουν Έλληνες ποτέ»... .
Αν κανείς μπει σε τάξη δημοτικού σχολείου στην Κρήτη, θα παρατητήσει ότι τα παιδιά που μοιάζουν γνήσια κρητικάτσα - χωριοτάτσα και μιλάνε και με προφορά είναι τα παιδιά των μεταναστών! Βουλγαράκια και Αλβανάκια!
Λόγω:
α) μονόμπαντης έκθεσης των γονιών τους στο τοπικό προφορικό ιδιώμα και ανεπαρκούς επεξεργασίας - κατανόησης οικιακώς των γλωσσικών επιπέδων.
β) μπαμπάς - μαμά χειρώνακτες, αρκετές φορές μάλιστα αγροτοκτηνοτροφοεργάτες. Παραστάσεις ζωής του χωριού και βιοπάλης.
γ) Ζωή με στερήσεις, έλλειψη πολιτισμικών και κοινωνικών «ερεθισμάτων» των ελίτ. Μειωμένη τριβή με τεχνολογία σε αρκετές περιπτώσεις.
δ) Φυσιογνωμίες που δεν έχουν περάσει από τη λαϊφσταλάτη ευγονική των ημερών μας (το λέω κομψά, ελπίζω να μην παρεξηγηθώ), άφτιαχτα δόντια, εκ γενετής σημάδια στο σώμα σε ορατά σημεία που δεν έχουν αφαιρεθεί, πεταχτά αφτιά, σκούρα ή ξεπλυμένα δέρματα, παραμελημένοι αλληθωρισμοί κλπ πιο φτωχικό ντύσιμο, χτένισμα κλπ....
Επαρχιώτικο - χωργιάτικο habitus με τα όλα του, με λίφα λόγια. (Κατ΄αναλογία ο Αλβανός κάγκουρας, καμάκι κλπ αποτελεί την πεμπτουσία της κατηγορίας του).
3.η φαντασίωση που μας έρχεται αυτομάτως στο μυαλό περιλαμβάνει στάσεις όπου έχουμε στο οπτικό μας πεδίο μονο την πίσω της όψη.
χαχα σωστός και το όλον πολύ καλό, βλ. και τέφα
Κατσόχοιρος και στην Κρήτη ο σκατζόχοιρος... βλ. μαντιναδάκι:
Τα μάτια σου είναι σαν αυγά τ'αυτιά σου σαν του χοίρου και το υπόλοιπο κορμί οσά του κατσοχοίρου.
Το «κα-cho-sheρον μερώνεις» μου εθύμισε το εγγλέζικο «to herd cats», που λέγεται γενικά για το μάταιο της προσπάθειας ελέγχου των φύσει ανήμερων, και γενικά για κάθε μάταιο εγχείρημα.
και όχι α ΠΡΟ.ΠΟ.
Κορυφαίο αν μύτη άλλο.
Φαντάζομαι ότι βγαίνει από το τσακίζω - τσακιστά... Όχι στις μαντινάδες, αλλά στα ριζίτικα, στην Κρήτη τσακίσματα λένε αυτές τις στερεότυπες, επαναλαμβανόμενες φράσεις «επιφωνίες ή μικρές φράσεις σε κάθε ημιστίχιο» - πχ «αητέ και σταυραητέ», «λεμονιά μου και κιτριά» κλπ..
Στιχουργήματα στο μέτρο της μαντινάδας, αλλά όχι μόνο, που συνήθως είναι και πολύστιχα και έχουν σκωπτικό, κωμικό, πιπεράτο περιεχόμενο, λέγονται στην Κρήτη παρατσάφαρα. Ένα παρατσάφαρο έχω γράψει σε σχόλιο στο στην ξαδέρφη και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία
Παίζει και το σοκακού (στην Άρτα το άκουσα)... Στην Κρήτη τη γυναίκα που όλη μέρα είναι στη «γειτονιά» (στη γύρα, δηλαδή, του χωριού) τη λένε χωριογύρα, χωρίς να έχει, όμως, απαραίτητα την έννοια της γυναίκας που ζει έκλυτα, απλά αυτής που δεν είναι καλή νεκοκερά.
Και στο λαπτοπάκιας / λαπτοπάς έχει μουσικές σημασίες.
Να παραπέμψω και στο ξετζανώνω που οντογενετικά προηγείται του μουνεύω - σημαίνει έχω σχηματίσει μια ασυνείδητη γνώση της δύναμης του μουνιού μου (ή της ψωλής μου, είναι σχετικά unisex η φράση) και αρχίζω να συμπεριφέρομαι ανάλογα... μετά αναδεικνύω τη νέα μου ανακάλυψη μουνεύοντας.
Αν και ειδική περίπτωση, είναι άλλος ένα λόγιος (...) όρος που ακούγεται πιο αστείος ή εξίσους αστείος με το μη λόγιο, όπως τα πέρδομαι, κτηνοβάτης (το οποίο εκατεβάσθη;) κ.α.