Να προσθέσουμε, μεταξύ ισπανοεβραϊκών και λατινικών, το ενδιάμεσο στάδιο των καθεαυτού ισπανικών: palabra (αλλά προφέρεται παλάβρα).
Χριστέ μου και Χριστέ μου, τι αρρωστημάρα είν' αυτό; Μεγάλη η αυτοθυσία τους πάντως.
Και στην Ελλάδα ο Μπόμπος ήταν ο προκάτοχος του Τοτού. Και πριν απ' αυτός ο Κουφιοκεφαλάκης.
Δεν ήξερα ότι σημαίνει σκατά, υποψιαζόμουν ότι είναι αρβανίτικο, αλλά είχα πάντα την αίσθηση ότι είναι πολύ βαριά κουβέντα, που δεν τη λες παρουσία της πεθεράς, όσο κι αν δεν καταλαβαίνει ούτε εκείνη ούτε κι εσύ το ακριβές νόημα.
Άλλο της ίδιας κατηγορίας: το τσιράκι (αρχικά = βοηθός σε μαγαζί, σήμερα ο τσάτσος του αφεντικού).
Λέγεται και πιο μεταφορικά, για κάτι που είναι δυσάρεστο και βαρετό χωρίς να το κουβαλάμε και στα χέρια, π.χ.:
«Έμπλεξα με κείνο το κλαμένο μουνί, το Νικολάκη, που έχει πάλι στενοχώριες, και τον είχα επ' ώμου όλο το απόγευμα να μου τα πρήζει.»
Συνώνυμο: τον ζαλώθηκα.
Να υποθέσουμε ότι η προτομή της φτγρ στήθηκε επί δημαρχίας Δ. Αβραμόπουλου;
Πολύ καλή ανάλυση, παραδείγματα και όλα, γενικά αρτιότατο λήμμα, αλλά λέγεται αυτό; Μόνο από τον Μηλιώκα το έχω ακούσει -κι εκείνος όμως, μη φανταστείτε ότι με παίρνει τηλέφωνο κάθε μέρα να μου το πει, μια φορά το είπε ο άνθρωπος στο τραγούδι κι εγώ αγόρασα την κασέτα.
Αρχικά σημαίνει βοηθός, «παιδί» (το παιδί του μαγαζιού), μαστορόπουλο. (Αυτό βέβαια δεν είναι σλανγκιά, το γράφω για λόγους πληρότητας και -φυσικά- φιγούρας).
Ρίχτε μια ματιά και στο λ. μουστερής, για έναν σχετικό προβληματισμό.
Ναι, άμα θέλουμε... Αλλά στην πράξη όλοι Σαντέ το προφέρουν (λατινοαμερικανιστί!).
Α, ώστε έτσι ε; Ήταν το όνομα μιας ρεμπέτικης κομπανίας μπακ ιν δε ενενήντας, κι εγώ φανταζόμουν ότι έχει κάποια σχέση με το τουμπε(ρ)λέκι. Ιδού λοιπόν που όλα μπαίνουν στη θέση τους!
[I]Μα τώρα που 'χω τον παρά
και είμαι μεγαλείο,
βουτάω σ' όλες μια χαρά,
είμαι ερωτοπωλείο.[/I]
(«Ήμουνα μόρτης μια φορά», επιθεωρησιακό τραγούδι του 1925, ούτε λίγο ούτε πολύ!)
Καλά ρε συνάδερφε, για να μουντζουρώσεις αυτή την προχειράντζα χαράμισες ένα λήμμα από το Δ.Π.;
Ενδιαφέρουσα η παρατήρηση: «Εκφράσεις όπως το έφαγα φρίκη, φρίκαρα κ.ο.κ. φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην εννοιακή ιεραρχία των συναισθημάτων μας από το τρόμαξα... »
Μα είναι σλανγκ! Το τρόμαξα σημαίνει αυτό που σημαίνει, ενώ τα σλανγκ συνώνυμα σημαίνουν και κάτι παραπάνω.
Νομίζω ότι φρόκαλο είναι το σκουπίδι, και φροκάλα η σκούπα. Πάντως το ρήμα φροκαλώ (σκουπίζω) είναι λογικό να προέρχεται από το φιλοκαλώ: φροντίζω το χώρο, τον καθαρίζω, τον ομορφαίνω.
[I]Αραμπάς περνά με τα φρόκαλα,
εβγάτε κοριτσάκια με τα τσόκαρα[/I].
(Δημώδες σμυρνέικο. Μάλλον εννοεί τον τότε σκουπιδιάρη.)
[I]Θέλω ν' ανέβω στα ψηλά, στ' Αγιού Γιωργιού το δώμα,
να κόψω δυο γαρίφαλα να κάνω φροκαλίτσα,
να φροκαλώ τη θάλασσα, ν' αράζουν τα καΐκια...[/I]
(Δημώδες Μυτιλήνης, εντελώς σουρεάλ παιδικό τραγουδάκι)
Μην κάνετε κλικ στο δεύτερο μήδι: είναι πολύ καλύτερο έτσι όπως φαίνεται σκέτο.
Όχι και κρυψίνοας! Αυτό είναι τελείως αδικαιολόγητο! Αφού είναι κρυψίνοος>κρυψίνους, β΄ κλίση συνηρημένο (και στον πληθυντικό οι κρυψίνοι, των κρυψίνων, τους κρυψίνους - ακούγεται άγαρμπο, αλλά έτσι είναι).
Η λέξη Sante (υγεία) δε συνάδει προς τις ισχύουσες νομοθεσίες σχετικά με τα τσιγάρα, τα πακέτα τους, τις διαφημίσεις τους κλπ.. Κατόπιν τούτου, η εταιρία τα μετονόμασε σε Zante, με ένα Ζ καλλιγραφημένο κατά τρόπον ώστε, αν έχεις συνηθίσει το παλιό λογότυπο, να μην πολυπροσέχεις τη διαφορά. Ποιος θα βρει φτγρ ενός σημερινού πακέτου να την ανεβάσει;
Νομίζω ότι Valjean ήταν το παρατσούκλι του, από το voila Jean = Α, να ο Γιάννης > Αγιάννης.
Είμαστε σίγουροι ότι ο τύπος που γράφει, στο τρίτο παράδειγμα, για τον αγγυλοτό σταυρό, χρησιμοποιεί την ορθογραφία ναζοί για να κάνει χαριτωμένα λογοπαίγνια;
Να μία περίπτωση όπου είχα λόγους να βάλω πολύ άνισες βαθμολογίες: η παρουσία αυτή καθ' εαυτήν του λήμματος δε με συγκινεί ιδιαίτερα, σιγά την έκφραση. Αλλά ο ορισμός γαμεί! Είναι άλλο ένα από τα πλείστα παραδείγματα εδωμέσα όπου κάποιος λέει πολύ σοβαρά, ψαγμένα, έξυπνα και σωστά πράγματα, με πολύ χιούμορ.
Η έκφραση μαζί με τα δύο συμπληρώματα, του αψγ και του τζαμπατζή, προέρχονται (αν δεν προϋπήρχαν βέβαια) από κάποια παράσταση Καραγκιόζη. Δε θυμάμαι ακριβώς τα τι και πώς, αλλά κάποιος θέτει στον Καραγκιόζη το αίνιγμα «Εσύ που ξέρεις... κλπ., πόσα βελόνια βγάζει;», και ο Καραγκιόζης απαντά με ερώτηση: «Εσύ που ξέρεις ... κλπ., πέντε καντάρια λάχανο πόσους ντολμάδες βγάζει;» (Τι ένα μεγάλο λάχανο! Εδώ μιλάμε για πολύ λάχανο!)
Πω ρε μάγκα! Εγκυκλοπαίδεια μιλάμε!
5+5*. Όχι γιατί ήταν τόσο απίστευτα καλό (μια χαρά σωστό λήμμα είναι, απλώς δεν είναι ΤΟ αριστούργημα), αλλά για να τη σπάσω σ' εκείνο τον ερίφη που έβλε 0+0*.
Πάντως, έχετε φάει ξυλάγγουρο; Στην πραγματικότητα είναι πιο νόστιμο από το αγγούρι.
Ποιος πονηρός δάκτυλος έχωσε αυτό το «ε» στο ωραίο και ορθογραφημένο μου «Ιπποδρόμιο»;
Α, σίγουρα! Εγώ στην αρχή ήμουν αυστηρά υπέρ του να μπαίνουν μόνο καθαρές σλανγκιές, αλλά με τις συζητήσεις και την ανταλαγή απόψεων έχω αναθεωρήσει. Και η γνώμη μου, κατά πάσα πιθανότητα, τελεί ακόμη υπό συνεχή αναδιαμόρφωση.
Η ανάλυση της Μες για τη μαϊμού βάζει βαθιά το νυστέρι στο... πώς ακριβώς το λέμε; Θέλω να πω ότι είναι εξαιρετική.
@όσους είναι Αθηναίοι: το Μπαράκι του Βασίλη το ξέρετε; Αν ναι, τι σας θυμίζει το μήδι;
Δεν το ξέρω, πάντως έχω παρατηρήσει ότι το αγγλικό ουσιαστικό freak (που προφανώς συνδέεται) πολύ λίγη σχέση έχει με το φρικιό και τη φρίκη: όταν κάποιος είναι π.χ. κομπγιούτερ-φρικ, σημαίνει ότι ξέρει τα πάντα και ασχολείται μονοφάι με τον υπολογιστή, όχι ότι φρικάρει ή ότι είναι φρικιό.
Να το ψάξουμε!