#1
Μιτζνούρ

in μπαντανάς

Ούλοι έχουτε δίκιο, και ο 1 και ο 2
badana είναι το απλό ασβεστόχρωμα, badanacı ο ασπριτζής και badanalı o ασβεστωμένος και η παραβαμμένη γυναίκα. badanak = badana etmek ασβεστώνω. Υπάρχει όμως και το batma, που είναι το βάψιμο δ' εμβαπτίσεως, όπως λέμε βαμμένο σίδερο = ατσάλι, δηλαδή σίδερο που το βουτάνε πυρακτωμένο σε κρύο νερό να σκληρύνει

#2
Μιτζνούρ

in νταβάς

Τώρα... θα σε μαλώσει ο Hodjaς (τουλάχιστο) κι εγω δε φέρω ευθύνη

#3
Μιτζνούρ

in πίνω το βάρος μου

Οι ισμαηλίτες, μέσα στη φτώχεια τους, πλήρωναν τον αγά τους μια φορά το χρόνο με χρυσάφι όσο το βάρος του. Φυσικά, η ζωή που κάνανε οι τύποι από μια εποχή κι επειτα δεν είχε σχέση με των πιστών ισμαηλιτών. Νομίζω ότι το κατάργησε ο Αγά Χαν πριν από καμιά σαρναταριά χρόνια, αλλά δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά.

#4
Μιτζνούρ

in νταβάς

Πιστεύω αυτό που έγραψα για τους λόγους που εξέθεσα.

Όμως, και αυτό μου ξέφυγε, μπορεί να έχει δίκιο η Mes.

Τυφλωθήκαμε από τη βασική σημασία του dava. Αλλά η πρωταρχική του σημασία, μέχρι να υποστεί σημασιολογική στένωση και να καταλήξει δικανικός όρος, είναι: πρόβλημα, ζήτημα, ενόχληση, σημασίες που από τη βασική έννοια που υπηρετούν, μεταπίπτουν και στο 'αγαπούλα' όπως κάποτε έλεγαν 'το βασανάκι, το σπλάχνο (με τη σημασία ο πόνος βαθιά)' και τα συναφή.

Το ζήτημα είναι ότι με τη μεταφορά στα ελληνικά, πολύ εύκολα το αρχικό t να γίνει d, οπότε ποτέ δε θα ικανοποιήσουμε τον Khan πλήρως.

Η λέξη dava υπέστη αλλεπάλληλες στενώσεις: ζήτημα > διαφορά > αντιπαράθεση > καταγγελία > δικαστική υπόθεση, και το davaci αναλόγως: κάποιος με τον οποίο έχεις διαφορές > διάδικος > διεκδικητής > κατήγορος > δικηγόρος > συνήγορος (σημασιολογική ανατροπή). Οπότε του να σου πετανε σ' ένα λεξικό 'συνήγορος' δε λέει τίποτα διότι δεν ξέρεις το ελληνικό δάνειο πότε φτιάχτηκε. Ο συσχετισμός του νταβατζή με το 'συνήγορος' δεν αποκλείεται παρ' όλα αυτά, με την έννοια 'αυτός που μιλάει στη θέση της όταν χρειάζεται'. Ξέρω ότι δεν είμαι απόλυτα σαφής, διότι το ίδιο το θέμα είναι λίγο φλου όπως βλέπετε. Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η σημασιολογική διολίσθηση του davalı που σημαίνει και διάδικος και συνήγορος ανάλογα με το περιβάλλον.

#5
Μιτζνούρ

in πιστόλι

Κοίτα τι κατέβασε ο άνθρωπος από τον πόνο του. Σύνδρομο στέρησης έπαθε!

#6
Μιτζνούρ

in αδιαφόρετος

Μπορεί να είναι στο λεξικό, αλλά οι native πληροφορίες είναι αναντικατάστατες

#7
Μιτζνούρ

in rembesqieu

Μου ήρθε ξαφνικά ν' ανεβάσω το ρεμπεσκιές, αλλά το βρήκα.
Εύγε πονηρόσκυλο. Δικαίως σ' εντόπισαν. Και από τη μια γλώσσα στην άλλη δεν ισχύουν αυτές οι αναλύσεις, γιατί ο κοσμάκης το λέει όπως το ακούει, και ακούει όπως μπορεί, δηλαδή σύμφωνα με τα πρότυπά του. Αν πεις zdrastye ο ανυποψίαστος έλληνας θ' ακούσει 'στράστιε' το πολύ, διότι το zd δεν το έχει στα ακουσματικά πρότυπά του. Χύνουν μελάνι να πουν θεωρίες πώς η Κωνσταντινούπολη έγινε (Ι)σταμπούλ, αγνοώντας α) ότι η λέξη κυκλοφορούσε σε αναλφάβητα τούρκικα, αβάρικα και αραβικά στόματα (τουλάχιστο) επί αιώνες πριν καταγραφεί, που νοιάζονταν ούτε για τον Κωνσταντίνο ούτε για την πόλη. Ήταν και μακρύ. Άκουσαν ένα stan κι ένα bol κι αυτά είπαν. Αλλιώς θ' αναλύουμε γιατί κάποιοι το aircondition το λένε αρκουδίσιο, κΕ θα έρθΙ κάποιΩς σΩφός να μας πΙ ότι σκέφτονταν τις πολικές αρκούδες.
Άντε, βρε ρεμπεσκιέδες... με συγχύσατε πάλι!

#8
Μιτζνούρ

in rembesqieu

ψηφίζω πονηρόσκυλο. Άσε τον Μπάμπη να κουρεύεται. Έβγαλε το σλάβος / σλαυος από το σκλάβος, αναμασώντας την παλιά αντισλαυική / αντικομμουνιστική παρλαπίπα, που ακόμα και το Εγκυκλοπαιδικός Λεξικόν Ηλίου του Ιωάννη Πασσά, του 1950, παρέθετε μ' επιφύλαξη, αγνωόντας επιδεικτικά ότι слава σημαίνει δόξα.
глоря по русский значит слава это вам запомница лего γράφει ο хлебников στα 'Ἄλογα'
Δες και την 'άσφαλτο'. Αγνοεί ότι η λέξη είναι σουμεριακή, σημαίνει 'κατακάθι' (οι άνθρωποι είχαν πηγές πίσσας και ήξεραν) και το ξέρει ένας κοινός ανθρωπάκος όπως εγώ

#9
Μιτζνούρ

in αέρα

allivegp
για τους πέρσες δεν αποκλείεται να έχεις δίκιο. Δεν έχω κάνει το διαχωρισμό της ιαχής. Για τους παοκτσήδες δεν ξέρω. Ποιοι είναι αυτοί; Το αμπαλέα μου έρχεται σαν πιο γνωστό. Αλλά το Παοκ....
(Όπως αντιλαμβάνεσαι, πατάω το Αποστολή και παίρνω αερόπλανο για Κουάλα Λουμπούρ)

#10
Μιτζνούρ

in νταβάς

Βέβαια μη φωνάξετε τον καφετζή σας 'ταβατζή' γιατί θα πρέπει ή να μπλέξετε ήνα του εξηγήσετε όλα αυτά.
Έχω κι ένα φίλο με το όνομα Νταβατζίκος και το φέρει βαρέως ή και το καλαμπουρίζει ανάλογα με τη διάθεσή του. Του εξηγώ ότι δε σημαίνει τίποτα μεμπτό για τους προγόνους του που του το κληροδότησαν. Πείθεται μεν ο ίδιος, αλλά οι άλλοι; Έχει πάθει το σύνδρομο 'κότας και καλαμποκιού'
Ένας τρελός φοβόταν τις κότες γιατί νόμιζε πως είναι καλαμπόκι. Μετά από μακροχρόνια θεραπεία, πείστηκε ότι ΔΕΝ είναι καλαμπόκι, και πήγε σπίτι του. Αλλά συνέχισε να φοβάται τις κότες. Κι όταν τον ρωτούσαν γιατί, απαντούσε: Εγώ το ξέρω πως ΔΕΝ είμαι καλαμπόκι. Οι κότες όμως το ξέρουν;

Όσο για τον προστάτη - εραστή, επειδή μου έτυχε να 'αντιμετωπίσω' είτε την πόρνη είτε τον εραστή-προστάτη ως πάσχοντα ή ως 'ενδιαφερόμενο συγγενή' εναλλακτικά, έχουν απερίγραπτη προσήλωση και αφοσίωση ο ένας προς τον άλλο και ακατανόητη, τουλάχιστο σ' εμένα 'πιστότητα - loyalty'. Τώρα πώς 'βολεύονται' όλα αυτά τα συναισθήματα (ΔΕΝ είναι μόνο συμφέρον) σ' ένα πορνικό περιβάλλον... είναι μυστήριο. Μόνο κανένας ψυχίατρος ή ο Hodja μπορεί να μας πει περισσότερα.

#11
Μιτζνούρ

in στο θρανίο σου

Κάτι ανάλογο:
Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου.
Κυριολεκτικά σε πιτσιρίκο που αφού έφεγε το δικό του γλυκό (κουλούρι κλπ) κάνει μάτι και στου διπλανού του, μήπως πάρει κανένα κομμάτι.
Μεταφορικά 'πήρες αυτό που σου ανήκει' συνήθως δε με την έννοια 'αφού παντρεύτηκες μην κοιτάς άλλες γυναίκες'
[Το άκουσα πολλες φορές αλλά δεν είχε καμιά εφαρμογή]

#12
Μιτζνούρ

in μερακλής

Έπιπλέον, στην έννοια του μερακλή περιλαμβάνεται και το ότι αυτό που κάνει, π.χ. να γράφει στο slang.gr, δεν το κάνει μόνο με κέφικαι όσο το δυνατό άρτια αλλά στις ελεύθερες ώρες του χωρίς άλλη απολαυη από την ικανοποίηση της δράσης του.
Διακρίνουμε: α) μερακλής στο είδος του, π.χ. καλόςκαφετζής. β) μερακλής τη δουλειά του (βλ. ορισμό εδώ) γ) είναι μερακλής στο να φτιάχνει γλυπτά με βότσαλα (μανιώδης αλλά ερασιτέχνης)

#13
Μιτζνούρ

in κατσίβελος

Sbiblerubleb
Μάλλον είναι πανελλήνιο

#14
Μιτζνούρ

in αστικός μύθος

Νομίζω ότι ο αστικός μύθος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το urban legend = διαδόσεις (ψίθυροι επί χούντας, αν θυμάστε τα περί 'ψιθυριστών'). Αστικοί μύθοι είναι μερικές βασικές αντιλήψεις που είναι 'κατ' επίφαση', αλλά διαψεύδονται από την πραγματική ζωή. Θυμάστε τα 'κατά συνθήκην ψεύδη' του Max Nordau; Π.χ. όλοι οι ιερείς είναι καλοί, πιστοί σύζυγοι κ.ο.κ. Οι γιατροί είναι ευγενικοί κ.ο.κ. Να μη λέμε άλλα.

Γιούπι γιάγια, γιούπι γιάγια, γιούπι για
τίνος είναι ρε γυναίκα τα παιδιά;

Και η κυρία απαντά τα γνωστά, περαιουμένη τάδε ... και το τρίτο είναι το δικό μας,
γαμώ το κέρατό μας
άντρα φουκαρά

#16
Μιτζνούρ

in τούφα

Υπάρχει το τούφες, φούμες, ξάπλες, για τους τεμπέλιδες. Αν το φούμες είναι το κάπνισμα, το τούφες είναι ίσως κάτι σχετικό με 'καμιά δόση'

#17
Μιτζνούρ

in αέρας

Το δικαίωμα καθ’ ύψος επέκτασης, η αέρινη στήλη ή ο 'αέρας' ή ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΨΟΥΝ (ακόμα πιο sic) είναι το δικαίωμα ανέγερσης πάνω από το υπάρχον κτίσμα, και καθορίζεται με ορισμένους τρόπους. Στις αντιπαροχές 'αέρας' μένει (εκφράζεται σε χιλιοστά επί του οικοπέδου όπως όλα) όταν άλλες διατάξεις περιορίζουν το ύψος. Όντως 'αφήνεται' με την προοπτική 'μήπως επιτραπεί κάποτε'. Αλλά δεν υπάρχει μόνο στις αντιπαροχές. Π.χ. έχω οικόπεδο σε επαρχία, όπου τα σπίτια πρέπει ν' απέχουν κάποια μέτρα, ο γείτονας χτίζει ακριβώς πάνω στο σύνορο, κι εγώ είμαι υποχρεωμένος ν' αφήσω τη δέουσα απόσταση. Δεν υπάρχει νόμος που να του απαγορεύει να χτίσει πάνω στο σύνορο αν δεν υπάρχει άλλο κτίσμα! Αν πρέπει ν' αφήσω πρασιά και στις δύο όψεις, π.χ. ένα γωνιακό οικόπεδο δε μένει τίποτα. Αν με βάση την έκταση του οικοπάδου μου είχα δικαίωμα να χτίσω 400 μέτρα και το οικοδομήσιμο που απομένει είναι 50 τετραγωνικά, θα πρέπει να κάνω ένα οκταόροφο φουγάρο. Αλλά ο περιορισμός του ύψους μου το απαγορεύει. Οπότε το υπόλοιπο μένει 'ανεκμετάλευτο'. Αυτός είναι ένας τρόπος να σου κλέψουν οικόπεδο, χωρίς ν' αγγίξουν τα όριά σου. Αλλά η λαμογιά ΔΕΝ είναι εδώ. Η λαμογιά είναι στο ότι επιτρέπεται (κάποτε απαγορεύτηκε αλλά επετράπη και πάλι) να εξαντλήσεις το ύψος ακόμα και όταν δεν έχεις επαρκές οικόπεδο, μεταφέροντας συντελεστή (δηλαδή δικαίωμα υψούν) από άλλο οικόπεδο. Π.χ. έχεις είκοσι στρέμματα στην Κωλοπετινίτσα και χτίζεις 200 μέτρα. Μεταφέρεις τα 100 στην Αθήνα και την πνίγεις. Στην Κωλοπετινίτσα θα χτίσεις αυθαίρετα 400 μέτρα και υα τα νομιμοποιήσεις κάποτε. Έτσι γίνεται και η Κωλοπετινίτσα Παγκράτι.

#18
Μιτζνούρ

in αέρας

ΚΟΙΤΑ ΡΕ, ΤΕΣΣΕΡΑ ΛΗΜΜΑΤΑ Ο ΑΕΡΑΣ

#19
Μιτζνούρ

in αέρας

Lebenstraum! Τι θυμήθηκες! Γι' αυτό έκανε το Anschluss την προσάρτηση της Αυστρίας

#20
Μιτζνούρ

in αέρας

@avis45 Δε χρειάζεται η επιφύλαξη. Έτσι ακριβώς είναι, μόνο που επαναλαμβάνεις τον ορισμό με άλλα λόγια. Ο αέρας είναι τα χρήματα που δίνει ο νέος επιχειρών ακριβώς για το γεγονός ότι στον ίδιο χώρο λειτουργούσε κατάστημα με το ίδιο αντικείμενο (άρα έχει εξασφαλισμένη πελατεία που διαμόρφωσε ο προηγούμενος) ίσως δε και το όνομα. Ο αέρας είναι επίσης 'μαύρα λεφτά' αλλά η εφορία τον φορολογεί αυθαιρέτως εάν στον ίδιο χώρα λειτουργούσε κατάστημα με όμοιο αντικείμενο, και δη μέσα στο προηγούμενο εξάμηνο. Δηλαδή φορολογεί 'αέρα' ακόμα κι αν ο χώρος έμεινε τέσσερεις μήνες ξενοίκιαστος.
ΚΟΙΤΑ ΡΕ! ΔΥΟ ΛΗΜΜΑΤΑ Ο ΑΕΡΑΣ.

#21
Μιτζνούρ

in πιάνω αράχνες

αράχνιασε

#22
Μιτζνούρ

in πιάνω

Ρε παιδιά, είμαι χαζός και αμόρφωτος. Μόνο το Χότζα κατάλαβα. Και τα παροράματα. Τι δύσκολη γλώσσα η slang! Σαν κινούμενη άμμος είναι.

Η χρήση που έχω υπ' όψη μου, 'της αρέσουν τα ξινά' σημαίνει ότι γενικώς της αρέσει το φλερτ, καταστάσεις in the dusk, και το σεξ. Αλλά όχι το 'πρωκτικό σεξ' ειδικά

#24
Μιτζνούρ

in σιμσιλέ, σεμσελέ

Βέβαια, εγώ ως νότιος, δεν το είχα ακούσει, αλλά δεν τα έχω ακούσει όλα

#25
Μιτζνούρ

in σιμσιλέ, σεμσελέ

Silsile σημαίνει κυρίως 'πνευματική διαδοχή' στις tariqa των sufiyim, δηλαδή τη 'σειρά διδασκαλίας' την παραδοσιακή διδασκαλία της ταρίκας. Στον Ινδουισμό λέγεται param-para = από στόμα σε στόμα (διδασκαλία) κι ελληνικά αποδίδεται ως 'διαδοχική σειρά πνευματικών διδασκάλων' ή Σιλσιλέ

Τα oğak είναι οι παραδοσιακές 'μείζονες οικογένειες' (πριν υπάρξει κεντρική εξουσία, αλλά και μετά ως είδος καταμερισμού) οι οποίες επειδή παραμεγάλωσαν έπρεπε να διασπαστούν κάπως και προέκυψαν οι semsele. Συχνά τα oğak έχτιζαν πολύ μακριά σπίτια ή σκηνές, ιδίως στη Σιβηρία, συχνά με σκελετό από οστά φάλαινας.

Και στα ελληνικά η λέξη 'οικογένεια' αυτό σήμαινε αρχικά. Περιελάμβανε όλο το σόι. Αλλά επί Όθωνος αντικατέστησαν με το 'οικογένεια' την τότε εν χρήσει λέξη 'φαμίλια' που σήμαινε την 'πυρηνική οικογένεια' (μπαμπάς-μαμά-παιδιά) εφόσον οι κοινωνικές συνθήκες είχαν αλλάξει.

#26
Μιτζνούρ

in γιουρούκος

Δεν ξέρω τι σχέση έχει το γιουρούκι με τους Uygur αλλά τα μύδια του Στέφανου είναι top

#27
Μιτζνούρ

in φαν

Για τον Hodjas αφιερωμένο αποκλειστικά

Τόσο πολυ΄σ' αρέσει πια... και κάνεις τόσα νάζια; Μια σπουδαία τραγουδίστρια είναι και μια υπέροχη φωνή, απλώς.
Ενώ η δική σου.... χοχο!

#28
Μιτζνούρ

in φαν

Μην το δείξετε στον Hodja. Αλίμονό μου!

#29
Μιτζνούρ

in φαερόπ

ψηφίζω poniroskylo
Κι ο πατέρας μου έτσι το έλεγε

#30
Μιτζνούρ

in κακαρώνω

Κάρος είναι η λιποθυμία και η ζάλη, εξ ου και οι καρωτίδες, οι κύριρες αρτηρίες που πάνε αίμα στον εγκέφαλο, επειδή όταν τις πιέζεις παθαίνεις 'κάρο'. Βλ. και τον νεολογισμό 'αποκαρώθηκα' νύσταξα σε σημείο που με μισοπήρε ο ύπνος.
Το κα-καρώνω (ίσως από το καρ-καρώνω, αν κάποιος σας πει πως 'ξέρει' λέει ψέματα, απλώς υποθέτει ή διάβασε κάποιον που υπέθεσε) ΙΣΩΣ είναι εμφαντική μορφή με αναδιπλασιασμό του θέματος, συχνό φαινόμενο στην ομηρική γλώσσα. ΑΝ αληθεύει αυτό που λέω, πρόκειται όντως για πανάρχαιο ελληνικό γλωσσικό στερεότυπο (cliché).