Το ζουφιάζω (και ζουφιαίνω) το ξέρω ως γίνομαι κούφιος, από το (τ)ζούφιος.
Τα φύλαγε τα κάστανα για να κάνει γέμιση, αλλά όταν τα άνοιξε είχαν ζουφιάνει. Ήταν όλα (τ)ζούφια.
Ζέον λέγεται το μπρικάκι που βράζουν το νερό για την κοινωνία και από κει και το νερό, παρόλο που είναι πιο σωστό το «ζέον (ύδωρ)» παρά το μπρίκι.
Βέβαια η παπαδοσλάνγκ είναι ανεξερεύνητη και λόγω του δεν διεννοείτο κανείς να τους ψάξει ή/και να τους διορθώσει αφού όταν τα έβρισκαν σκούρα άρχιζαν ή «είσαι άθεος »κλπ κλπ ή «Αλληλλούια ν' αγαπιώμαστε»
Ζεμπερέκι και ζιμπερέκι λεγόταν κάποτε ειδικά το ελατήριο που κούρδιζε τα ρολόγια. Για την προστασία του συνιστούσαν να μήν κουρδίζεται ποτέ το ρολόι ως το τέρμα αλλά μιά δυό στροφές πριν, που το μαθαινες εμπειρικά άν κούρδιζες μαλακά ώστε να νιώθεις στο χέρι την αύξηση της αντίστασης στο κούρδισμα.
Παλιά κυκλοφορούσε και (κρύο) ανέκδοτο σχετικά:
Τί σχέση έχουν ένα κανόνι, ένα κεφάλι τυρι και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας;
Μπάμ τυρι-τυρι-τυρι μπάμ, τυρι μπάμ...
Ζεϊμπεκιά στην ποδοσφαιρική σλάνγκ έχουμε όταν ο παίχτης προσπαθεί να χτυπήσει τή μπάλα (ιδίως άν θέλει νά πιάσει γυριστό σουτ) αλλά πιάνει αέρα. Οπτικά θυμίζει φιγούρα ζεϊμπέκικου και βγάζει ωραίες θλάσεις.
Και το ταμπόν έτσι πάει; Αν και στο πληθυντικό τα ταμπά έρχεται πιό καλα στό χρώμα αρκετό καιρό μετα τη χρήση
Υπάρχει και το «έτσι να κάνει ο κώλος σου και νά 'ναι κι όλη νύχτα»
Της ίδιας εποχής και με την ίδια σημασία το «επεξεργάζομαι (τινά...)»
αμοιβαία πεολειχία - αιδοιολειχία
Και οξαποδίτης ο κακός, ο συνεργάτης του οξαποδώ με την ευρεία έννοια.
π.χ. Χαράματα μας χτύπησαν και τον πήραν οι οξαποδίτες και δεν τονε ξανάδαμε...
Είχα φροντιστή μαθηματικών στη γ΄λυκείου που έλεγε «...προσθέτουμε εις αμφότατα τα μέλη το...» σαν να είναι ο υπερθετικός του αμφότερα αμφί (ή μήπως αμφός) - αμφότερος - αμφότατος !!!
Ειδικά από Αντώνη, έχω ακούσει και το «Ένας να σε κρατεί (ή να σε βαστά) κι ένας να σ' τονε χώνει»
Το ελληνικό κλειδί δεν απαιτεί μόνο σφυρί αλλά θέλει και καλέμι. Με τα εργαλεία αυτά: είτε χτυπάμε λοξα (περιπου εφαπτομενικά) το παξιμάδι ώσπου να ξεβιδώσει, είτε το κόβουμε στα δύο και ελευθερώνεται η βίδα.
Έχω δεί να κόβουν παξιμάδι με σιδεροπρίονο για αποφύγουν μεγαλύτερη ζημιά.
Έχω δεί βέβαια να κόβεται και η βίδα με ελληνικό κλειδι γιατί δεν είδαν, δεν πρόσεξαν, δεν δοκίμασαν οτι η συγκεκριμένη βίδα είχε ανάποδο πάσο (όπως πχ στίς φιάλες υγραερίου)
Το έχω ακούσει σαν τμήμα χαρακτηρισμού για «κυρία» που συγκέντρωνε τα παρακάτω προσόντα:
Παλαιάς κοπής (δεν τά'χε τα χρονάκια της, αλλά ήταν χρόνια στο κουρμπέτι)
Ελευθέρας βοσκής (μή εσταυλισμένη με την γενικότερη έννοια)
και Ολικής αλέσεως (... καλός μύλος)
Υπάρχει και η αμερικλανιά «Εκεί που πάνε οι μονές κάλτσες... Στην κόλαση». Την θυμάμαι σχεδόν κάθε πρωί...
Εκείνο που έτσουζε πιό πολύ απ' όλα ήτανε το χτύπημα με τον δείκτη ή τον μέσο σε στύλ «τινάζω κακκάδι που σκάλωσε», στο πτερύγιο του αυτιού μια μέρα με παγωνιά.
Συγκρίνεται μόνο με το στρίψιμο της «φαβορίτας» από το δάσκαλο...
30 χρόνια πρίν ήταν Έσφαλες Μαλάκα, Πλήρωνε, αλλά τώρα κανείς δεν σφάλλει. Μόνο μαλακίες κάνουν...
Και η έκφραση «ξίδι ρασπέτι» που συγγενεύει μάλλον με το τραπέτσι αλλά άγνωστης ετυμολογίας.
Τα παλιά ΚΤΜ ήταν στην αγγλικήν Kick Twenty Minutes καθότι δεν έπαιρναν μπρος πριν χαλάσεις τρία πόδια στίς μανιβελιές. Τυχεροί όσοι έμεναν σε κατηφόρα. Αργότερα βελτιώθηκαν δραματικά και με την έλευση του LC4 και μετά του Δούκα έφτασε να σημαίνει Κοίτα Το Μαλάκα από τις καγκουριές πού, άδεια ώρα, έκαναν.
Παρόμοια δεν λέγεται και ο γαύρος, ο βάζελος κλπ για την ομάδα γενικά; Ίσως στην ίδια περιληπτικη λογική.
Οι δάνειες λέξεις, συνήθως είναι δύο στη γλώσσα τους και εμείς τις λέμε σαν μία δίτονη.
δερβέν - αγάς
σταντ - μπάι (βαπορίσια σταμπάι πληθ. σταμπάγια, κατα το οβερτάγια πληθ. του οβερτάιμ)
Βίτγκεν - στάιν (στάιν νομίζω σημαίνει πέτρα και κάποια στιγμή οι Εβραίοι της Γερμανίας υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν επώνυμο κι έτσι τα Αινστάιν = μονόπετρος;; κλπ κλπ). Κάποιος πιό γερμανομαθής ας τα πεί πιό σωστά...
Όταν πρωτοείδα εκείνα τα λεωφορεία που σουλατσάριζαν κάποτε στο λιμάνι του Πειραιά για πηγαινοφέρνουν επιβάτες στα πλοία, με δύο θέσεις για οδηγό, μια μπρός και μιά πίσω για να μήν κάνουν αναστροφή, κατάλαβα την έννοια του διμούτσουνου
Δικέλλι, η τσάπα με τα δύο «νύχια» για σκάλισμα και ξεχορτάριασμα. Ίσως από τη διχάλα. Στα Καρδαμυλίτικα, παραπέμπει στα ακαλυπτα σκέλη σαν το δικέλλι οπτικά, ιδίως όταν ανάμεσα υπάρχει και κενό.
Τα τελευταία χρόνια η φίρμα (ναι! είναι η ίδια εταιρία) απαντάται σε θυροτηλέφωνα. Λογότυπο ένα ίσιο F μπλεγμένο με ένα ανεστραμμένο σαν να το σχεδίασε ο Escher.
Η Farfisa ήταν όντως εταιρία που έφριαχνε αρμόνια τα '50ς - 60'ς. Τα αρμόνια στον Καζαντζίδη ήταν Farfisa, όπως και το αρμόνιο στους Doors (δεν ξέρω άν ήταν όντως, αλλά ο Ray Manzarek φαρφίσιαζε). Ο ήχος ήταν χαρακτηριστικός (και της εποχής) και οι πρώτοι φαρφισιάρηδες που ξεκίνησαν από ακκορντεόν, το έπαιζαν με το ένα χέρι κυρίως σαν ακκορντεόν ανάσκελο και οι αδαείς το θεωρούσαν δεξιοτεχνία(!!). Οι άλλοι που ξεκίνησαν από πιάνο έπαιζαν κανονικά.
Σε αρχαία σκυλάδικα, στον τιμοκατάλογο που ήταν κολλημένος στην μέσα πόρτα υπήρχε μεταξύ άλλων και πόσο κόστιζε η «ανατροπή τραπεζιού» γιατί στο τσακίρ κέφι συνηθιζόταν. Μετά το ξανάστρωναν άρα νέο κουβέρ κλπ κλπ.
Τότε που έσπαγαν αληθινά πιάτα και η παραγγελιά ήταν ιερή...
Το «μού 'δωσαν, μού 'δωσαν, αλλά έφαγα κι όλας» αλλιώς και «έφαγα, αλλά μού 'δωσαν» είναι κλασσική ατάκα του προπολεμικού Καραγκιόζη.
Επίσης κλασσικός λογιοτατισμός το «βελτιούμεθα επι τα χείρω» καμιά φορά να ξεκινά και με το «αενάως».