Ο ορισμός είναι λίγο λαθόσωστος... Εγώ θα έλεγα οτι παντόφλα σημαίνει στην κυριολεξία όντως «ξύλο» (οτι του την έχει στημένη η συμβία με την παντόφλα στο χέρι και θ' αρχίσει να τον βαράει με την παντόφλα ξερωγώ), απλά η τυπική χρήση είναι σχήμα υπερβολής.
Όπως ακριβώς κι εδώ:
Παιδιά πρέπει να σας αφήσω γιατί αν αργήσω κι άλλο να πάω σπίτι θα με σκοτώσει.
Μετατόπιση: από την κυβέρνηση στους ναιναίκους και τους μενουευρωπαίους. Εδώ
- Δηλαδη οσοι οδηγουν μπροστοκινητα ειναι αδελφες?
- To ανάποδο φίλτατε, είναι γνωστό ότι όσοι είναι πισωκούνες...είναι πισωκούνες. :) :) :) Το μπροστά είναι το αντρικό..... :P Άντε τώρα που σας το εξήγησα επιστημονικά τα πάντα όλα. :P
από φόρουμ
Και η κοψεκούνα του Βάγκ (που δέν την έχω ξανακούσει), προκύπτει απο τέτοιες προστακτικές.
Ρε παιδιά, το είχαμε αφού...
Ἔχω ἀκουστὰ μιὰ παλιὰ ἔκφραση:
Ἄντρα μου καντηλανάφτη, νά 'χες τὸ πουλὶ τοῦ ναύτη!
Ἀπ' αὐτὴν εἶναι πιθανὸ νὰ προέρχονται τὰ λόγια τοὺ σχετικοῦ τραγουδιοῦ, ἀλλα καὶ τὸ παρὸν λῆμμα.
Υπάρχει και το μάσαλα, μασαλλά (maşallah)= επιφώνημα θαυμασμού / αποτροπή βασκανίας (εύγε! / να μή βασκαθείς!).
μαξούλι < τουρκική mahsul < αραβική محصول (mahsūl, "συγκομιδή") από δω
Στην Μακεδονία μαξούλι είναι το καπνό πρώτης ποιότητας.
Αξίζει ίσως να πούμε κι αυτό:
(1) Σωστά ο τιτς καταχώρησε το λήμμα με τη συγκεκριμένη έννοια γιατί είναι κάπως μεταφορική και απέχει από αυτές που υπάρχουν σε λεξικά, δηλαδή, (από το ΛΚΝ) από αυτές ...
(2) γύρα η [jíra] Ο25α : (οικ.) περιφορά, κύκλος, βόλτα: Πάμε να κάνουμε μια ~ στα μαγαζιά. ΦΡ τον / τη φέρνω ~, τον γυροφέρνω, τον πολιορκώ με σκοπό να πετύχω κτ. (έκφρ.) βγαίνω στη ~, για πλανόδιο πωλητή ή για κπ. που από ανάγκη απευθύνεται σε πολλούς ζητώντας κτ.
(3) ... αλλά νομίζω ότι κυριαρχεί μια άλλη έννοια (πια;), ως σχεδόν επαγγελματική αργκό θα έλεγα, καθώς μεταξύ τσιγγάνων και μη βγαίνω στη γύρα δε σημαίνει πια τόσο συχνά βγαίνω για να πουλήσω ή να ζητήσω κάτι ως γυρολόγος αλλά κυρίως βγαίνω για να μαζέψω κάτι, συνήθως μέταλλα, χαρτιά - χαρτόνια, για να τα πουλήσω στις σχετικές μάντρες scrap. Το αναφέρω γιατί δείχνει ίσως μια μικρή μετατόπιση στο κυρίως νόημα της λέξης λόγω συνθηκών. Φυσικά η γύρα, η περιπλάνηση κάθε είδους, ήταν και είναι μια πολυσυλλεκτική δραστηριότητα έτσι κι αλλιώς...
Δώστε μας ρε και λίγο χρόνο να ξοδεύουμε τα λεφτά που μας δίνετε, τί διάολο...
(Εγώ δέν την ήξερα την κουβέντα.)
Σωστά, ξέχασα να μπολντάρω το μάξους στο α' παράδειγμα. Ας το κάνουν οι μόντουλοι, τι τους πλερώνουμε :-Ρ
Και στα Χιώτικα (αλλ' αγνοώ άν είναι προσφυγικό ή ιθαγενές) υπάρχει το ίδιο που τ' άκουσα μάξους αλλά όχι πια σε χρήση.
Πολύ ενδιαφέρουσα εξήγηση της προέλευσης στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου.
Βλ. στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου: "Είτε εξαιτίας αυτής της συνήθειάς του [να αφήνει τα αυγά του σε φωλιές άλλων πτηνών] είτε επειδή δεν πετάει σε σμήνος, ο κούκος έχει θεωρηθεί το σύμβολο της μοναχικότητας. Για έναν άνθρωπο που είναι μόνος και έρημος, λέμε ότι είναι κούκος ή απόμεινε κούκος ή μονάχος σαν τον κούκο -λέγεται η φράση συχνά για κάποιον ηλικιωμένο που έχει χάσει τον σύντροφό του και που δεν έχει παιδιά ή τα παιδιά του ζουν αλλού. Νομίζω πως και το παιχνίδι της πόκας «κούκος μονός» λέγεται έτσι επειδή το αρχικό φύλλο μπαίνει στη μέση πάνω στο τραπέζι μόνο του, σαν τον κούκο -πρέπει να είναι το μοναδικό παιχνίδι όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο."
Ἄν θυμᾶμαι καλὰ ὁ Τσιφὸρος στὰ "Παιδιὰ τῆς Πιάτσας λέει κάπου:
Θὰ τραβηχτοῦμε σὰν τὰ σαντεκλέρια!
Δυστυχῶς δὲν ἔχω πιὰ τὸ βιβλίο γιὰ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσω.
Είμαι ένας Ταλιμπάνης της εκκλησίας, που τον θάνατο δεν τον έχω για τίποτις. Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν μπορεί να κάνει καλή πράξη, όποιος προδικάζει τη νίκη για να πολεμήσει είναι ηλίθιος. Άπαξ και πολεμώ είμαι νικητής
Εκ του "τζαζ" να υποθέσω;