Μαζί με το περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και το περί ορέξεως γλαρόπιτα (;;;;νομίζω), μας δείχνουν ότι κάτι που αρέσει στον προηγούμενο μας αφήνει αδιάφορους ή με τη σιχαμάρα.

Γενικά, επειδή βαριέμαι να εξηγώ, είναι σα να μας λέει ο άλλος «άμα σ' αρέσουν τα σκατά φίλε, φα' τα» - «άμα τραβάει η όρεξή σου κολοκυθόπιτα (στη συγκεκριμένη φράση θεωρείται δεδομένο ότι κολοκυθόπιτα είναι μισητή απ' όλους που παρακολουθούν τη συζήτηση) εμένα μου φτάνει και μου περισσεύει».

Αυτά...

  1. - Καλά ρε μαλάκα η Αφροξυλάνθη σ' αρέσει; Άκου όνομα... Σαν ταμένο...
    - Ε, δεν είναι για όλους οι Λιλιάνες...
    - Περί ορέξεως τζιτζίκια γιαχνί...

  2. - Εγώ υποστηρίζω τον Αστερίξ. Είναι η απόλυτη κόμικ μορφή. - Τι να πω... περί ορέξεως τζιτζίκια γιαχνί... Οβελίξ ρεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πειράξουμε κάποιον επειδή είναι / μας φαίνεται πολύ χαρούμενος. Προέρχεται από τη γνωστή διαφήμιση που λέει: «Είμαι κεφάτη, ψωνίζω απ 'τον Βερόπουλο».

- Επ, Παυλάκο, γιατί τέτοια κέφια; Ψώνισες από τον Βερόπουλο;

Μα πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι άνθρωποι τότε... (από vikar, 19/08/08)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος του λιμενικού (λιμενοφύλακας) υποτιμητικά.

- Από όλους τους μπάτσους πιο πολύ σιχαίνομαι τους νερόμπατσους. Το παίζουν και πολύ εξουσία και δε συμμαζεύεται...

Βλέπε και τροχόμπατσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι βάζω στο παντελόνι μου.
Τσεπώνω, εξασφαλίζω κάποια χρήματα για τον εαυτό μου πριν να είναι πολύ αργά (στις μετοχές π.χ). Συνήθως το «παντελόνιασμα» γίνεται με δόλιο τρόπο και αναφέρεται σε μεγάλη ποσότητα χρημάτων. Το ουσιαστικό είναι ο παντελονιάρης.

- Τι γίνεται ο Πάτροκλος ρε Πολυδεύκη;
- Πού να ξέρω ρε Κάστορα. Άσε με με το μαλάκα... Αφότου παντελόνιασε τα λεφτά από εκείνη την εταιρία που είχαμε κάνει, έγινε Λούης και δεν τον έχω ξαναδεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε περίπτωση που οι συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον δεν μας επιτρέπουν να βρίσουμε, χρησιμοποιούμε κάποιες εκφράσεις που «κρύβουν» τη βρισιά. Μια από αυτές είναι και το (όχι ρε) πού στηρίζεται η Ακρόπολη, που κατά βάθος κρύβει τη φράση «(όχι ρε) πούστη». Συνήθως διορθώνεται πιο μετά ή από τον συνομιλητή.

Νάνσυ: - Έχασα το σακάκι μου στα αποδυτήρια.
Μαρία: - Μάλλον εννοεί το σακάκι που είδαμε και είπαμε να μην πάρουμε. Όχι ρε πούστη!
Γωγώ: - ...ρίζεται η Ακρόπολη! Να είσαι ευγενική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και ναι ναι τώρα η ελληνική γλώσσα γεννάει άλλη μια.... την τρεντογλωσσούζ!!!!

Φυσικά θα απορείτε τι ακριβώς είναι αυτή η γλώσσα και ποιος την δημιούργησε... Μην ανησυχείτε θα τα μάθετε όλα!!! Λοιπόν πριν αρκετό καιρό μια ομάδα κοριτσιών αποφάσισε να δημιουργήσει τη δικιά της γλώσσα. Στην αρχή ξεκίνησε σαν μια απλή πλάκα και ένα παιχνίδι μεταξύ τους αλλά μετά άρχισε να συζητιέται στις παρέες των κοριτσιών και το όλο θέμα έγινε γνωστό! Η ιδέα ξεκίνησε από τους τρέντυ του hi5 που τρεντοποιούν αδιακρίτως λέξεις και ονόματα με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Με δημιουργικότητα, στοιχειώδη γνώση ελληνικών και υπομονή όλα μαθαίνονται...
ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
1) Στο τέλος κάθε λέξης βάζουμε το -ουζ αφού βγάλουμε το τελευταίο φωνήεν (π.χ. ντουλάπι-ντουλαπούζ). 2) Λέξεις που τελειώνουν σε τρεντάρονται με την πρόσθεση του -ζΖζζζζζΖζ στο τέλος
3) Σε άρθρα και μικρές λέξεις (θα) αποφεύγουμε να βάζουμε την κατάληξη -ουζ

Μερικά ανώμαλα
ναι -νι
οχι -νοπε (nope)
(β)ρε -(β)ρι
οκ -οκι
σορι -σοζ

Για να θεωρηθεί όμως γλώσσα χρειαζόμαστε 50000 (αν δεν κάνουμε λάθος) άτομα και λογοτεχνία που να εξελίσσεται (αυτό τό 'χουμε).
Για να συμμετάσχετε στο κίνημα αυτό πάρτε τηλέφωνο στο 6943888425

ευχαριστούμε

παράδειγμα διαλόγου στην τρεντογλωσσούζ:
- Ρι μαρούζ τι κανειΖζΖ;
-Την παλευούζ μαντούζ μου, την παλευούζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό σεισμό που έγινε το '86 στην Καλαμάτα. Το λέμε και καλά σε αυτές που πάνε σα βάρκες, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον να τις πηδήξει ή ακόμα και σε κάποιες λιλιάνες που τις ζηλεύουμε [το συγκεκριμένο εκφέρεται κυρίως από γυναίκες] και το λέμε κάπως σα να θέλουμε να γίνουμε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη [της Λίλιαν] [δουλουδού σα να λέμε μωρή μην κουνιέσαι έτσι, εγώ το κάνω καλύτερα].

Μια ωραία απάντηση από την κουνίστρα είναι «αλλά μετά ξαναχτίστηκε» για να τους πει και και καλά στα @@μου και μένα, Μαρία Μανταλένα, δεν τρέχει κάστανο, άμα δε γουστάρεις να μην κοιτάς.

- Αλεξάαανδρα πρόσεχε πουλάκι μου γιατί έτσι κουνιόταν και η Καλαμάτα κι έπεσε.
- Ναι αλλά μετά ξαναχτίστηκε χρυσό μου. Κοίτα πώς ρίχνουν τους γκόμενους και βούλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κυρίως στους κάγκουρες οδηγούς που σε προσπερνούν από τα δεξιά χωρίς φλας με 187 km/h στο κέντρο της πόλης. Και ας μην είναι κάγκουρες όμως είναι σίγουρα βλαμμένοι που θέλουν να δείξουν την καινούρια μπέμπα, βρίζουν κάθε γυναίκα οδηγό και κάνουν επικίνδυνα πράγματα. Δε φοβούνται μη φάνε τα μούτρα τους όμως γιατί έχουν μάθει να οδηγούν από τα πέντε τους, όταν ο θείος τους ανέβαζε στο τρακτέρ. Και μην αρνηθεί κανένας ότι δεν έχει δει ποτέ έστω ένα τέτοιο τύπο. Τέλος πάντων, η ατάκα αυτή λέγεται σε αυτούς τους γαμήκουλες της ασφάλτου σε στιγμές τεράστιου επιδειξιακού-καγκουρικού οργασμού για να καταλάβουν ότι δεν οδηγούν μονοί τους σε αυτή τη γη.

Ελπίζω να κάνατε το συνειρμό με τα άλογα του αυτοκίνητου, που είναι παρά πολλά και τέτοια. Όποιος δεν κατάλαβε είναι στόκος.

- Που πας ρε μαλάκα έτσι; Πρόσεχε μη σου φύγει κανένα άλογο!
- Άντε μωρή πατσαβούρα να πλύνεις κάνα πιάτο που θες να μου οδηγάς κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζιγκολό και ο πολύ καυλιάρης κατά κύριο λόγο. Αλλά τώρα πια έχει πάρει προεκτάσεις... Μπορεί να εννοεί ότι κάποιος κάνει πουστιές και γενικά μπορεί να αποτελέσει μια γενική και αόριστη βρισιά για κάποιον -συνήθως- μαλάκα.

Κλίνεται κατά το «τόρνος».

- Ποπο! Κοίτα τι κάνει εκεί ο πόρνος! Την πέφτει στη Λίλιαν μπροστά στο Μπάμπη το Λέουρα... Βρε θα του κόψει το λαρύγγι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρε προέρχεται από το ο μωρός / η μωρή / το μωρό.
Η κλητική του μωρός είναι μωρέ και για συντομία ρε.

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που είναι ανόητος και απερίσκεπτος. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και το μωρό (ως ανόητο λόγω ηλικίας).

Συνοδεύεται από επίθετο (ρε ηλίθιε) ή από mini υβριστικές λέξεις όπως παπάρα, μαλάκα, πούστη.

  1. Ρε παράλυτε πώς είσαι έτσι; Σα μπάλα με πόδια είσαι με αυτή τη φόρμα! Άντε άλλαξε!

  2. Ρε μαλάκαααα, προχώρα να ξεκολλήσουμε! Έχουμε πήξει δύο ώρες στην κίνηση!

Δες και ρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified