Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.
- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.
Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.
- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκοτώνω, καθαρίζω κάποιον.
Έμαθες τι έγινε στο χωριό; Ο κυρ-Μιχάλης τον έφαγε τον γείτονά του για 2 μέτρα χωράφι. Του την άναψε με την καραμπίνα. Το βλέπω να ξεκινάει βεντέτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γέρος, ο παππούς.
-Τι θέλει και οδηγεί το παππουδέλι, αφού δεν βλέπει μπροστά του!
Βλ. και ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, γεροντάματα, ραμολί, το, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, παπούα, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πυροβολώ.
Σκηνή από οποιαδήποτε, αστυνομική ή γκανγκστερική ταινία:
«Μην κουνηθείς, μην κουνηθείς γιατί σ' την άναψα!» (με παρατεταμένο το όπλο)
Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.
Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος πηγαδιού. Αλλιώς και πηγαδομούνα.
-Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει του άντρες. Πηγάδω κανονική.
%
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το «ωραίος», με την έννοια του «σωστός» και του «μπράβο».
- Έχω σπάσει το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος έπαιζε στο «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ» εκτός από τον Ψάλτη! - Μα ο Γαρδέλης και ο Μιχαλόπουλος! - Αρουραίος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ξενέρωμα, η απογοήτευση, το πακέτο. Συνήθως την «τρώμε», αλλά πολλές φορές απλά εννοείται.
Είχε παρκάρει πάνω στην Ερμού και ο μισός έκλεινε ένα δρομάκι. Ε, γυρίζει να πάρει το αυτοκίνητο και του το είχε πάρει ο γερανός. Έφαγε μεγάλη ήττα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση πλέον ξεπερασμένη που χρησιμοποιείτο σε κόντρες και αγώνες ταχύτητας για να περιγράψει την κατάσταση πως ο άλλος αγωνιζόμενος προηγείται και εσύ, ο πίσω, τρως την σκόνη που αφήνει στο πέρασμά του.
-Είσαι για μια κόντρα; -Κόντρα; Με τι ρε, με την μπανιέρα που οδηγείς; -Καλά, κορόιδευε αλλά ετοιμάσου να φας την σκόνη μου.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified